Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραστήριος
1 εγγραφή
δραστήριος -α -ο [δrastírios] Ε6 : που αναπτύσσει έντονη και πολύμορφη δράση: Ένας ~ επιχειρηματίας δεν περιορίζεται στα στενά όρια της πόλης του. Είναι τόσο δραστήρια γυναίκα, ώστε κατορθώνει να συνδυάζει οικογενειακές υποχρεώσεις, επάγγελμα και εθελοντική προσφορά. δραστήρια ΕΠIΡΡ: Kινήθηκε ~ για τη δημιουργία του συλλόγου.

[λόγ. < αρχ. δραστήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες