Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δραστήριος -α -ο [δrastírios] Ε6 : που αναπτύσσει έντονη και πολύμορφη δράση: Ένας ~ επιχειρηματίας δεν περιορίζεται στα στενά όρια της πόλης του. Είναι τόσο δραστήρια γυναίκα, ώστε κατορθώνει να συνδυάζει οικογενειακές υποχρεώσεις, επάγγελμα και εθελοντική προσφορά.
δραστήρια ΕΠIΡΡ: Kινήθηκε ~ για τη δημιουργία του συλλόγου. [λόγ. < αρχ. δραστήριος]



