Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλευτής
1 εγγραφή
δουλευτής ο [δuleftís] Ο9 θηλ. δουλεύτρα [δuléftra] Ο25 : 1. αυτός που ζει από τη δουλειά του. 2. αυτός που αγαπάει τη δουλειά και που δουλεύει ακούραστα.

[ελνστ. δουλευτής· δουλευ(τής) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες