Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δολοφονία
1 εγγραφή
δολοφονία η [δolofonía] Ο25 : 1. προμελετημένος φόνος με δόλιο τρόπο: Άγρια ~ με άγνωστο δράστη. Aπέτυχε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του πρωθυπουργού. Πολιτική ~, για πολιτικούς λόγους. 2. πρόκληση βλάβης κυρίως θανατηφόρας, που είναι αποτέλεσμα εγκληματικής αδιαφορίας, αμέλειας ή σκοπιμότητας: Aυτό δεν ήταν τροχαίο ατύχημα, ήταν ~. Tο κυνήγι των πουλιών δεν είναι ψυχαγωγία αλλά ~.

[λόγ. < αρχ. δολοφονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες