Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διώροφος -η -ο [δiórofos] Ε5 : α. που έχει δύο ορόφους: Διώροφη οικοδομή / μονοκατοικία. β. που έχει δύο επίπεδα: Διώροφο λεωφορείο. || Διώροφη τούρτα.
[λόγ. < ελνστ. διώροφος]



