Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 45 εγγραφές [41 - 45] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίστυλος -η -ο [δístilos] Ε5 : που έχει δύο στύλους, κυρίως για κτίριο που έχει δύο κίονες στην πρόσοψη: ~ ναός.
[λόγ. < ελνστ. δίστυλος]
- δισύλλαβος -η -ο [δisílavos] Ε5 : που αποτελείται από δύο συλλαβές. || (ως ουσ.) το δισύλλαβο, δισύλλαβη λέξη.
[λόγ. < ελνστ. δισύλλαβος]
- δισυπόστατος -η -ο [δisipóstatos] Ε5 : που έχει δύο υποστάσεις, δύο μορφές: Ο άνθρωπος είναι ον δισυπόστατο, έχει σώμα και ψυχή, είναι διφυές. || (ως ουσ.) το δισυπόστατο: Tο δισυπόστατο του ανθρώπου, η ιδιότητά του να έχει δύο υποστάσεις.
[λόγ. < μσν. δισυπόστατος < δις (επίρρ.) + υπόστα(σις) -τος]
- δισχιδής -ής -ές [δisxiδís] Ε10 : (επιστ.) που έχει το τελικό του τμήμα χωρισμένο στα δύο· διχαλωτός: H γλώσσα των φιδιών είναι ~. || (ιατρ.) ~ ράχη, ανωμαλία στη διάπλαση της σπονδυλικής στήλης.
[λόγ. < αρχ. δισχιδής]
- δισχίλιοι -ες -α [δisxílii] Ε6 : (λόγ.) δύο χιλιάδες.
[λόγ. < αρχ. δισχίλιοι]



