Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 45 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διστάζω [δistázo] Ρ2.1α : δεν μπορώ να καταλήξω σε μια οριστική απόφαση, δεν είμαι βέβαιος αν κτ. που θα πω ή θα κάνω είναι σκόπιμο, επιθυμητό ή ηθικά σωστό: ~ να υιοθετήσω τις απόψεις του. Δίστασε την τελευταία στιγμή να μιλήσει / να φύγει. Πες μου τι θέλεις, και μη διστάζεις. Δε διστάζει να συκοφαντήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.
[λόγ. < αρχ. διστάζω]
- διστακτικός -ή -ό [δistaktikós] & δισταχτικός -ή -ό [δistaxtikós] Ε1 : 1. που διστάζει να πει ή να κάνει κτ.: Ήταν πολύ ~, δε μου φάνηκε πρόθυμος να βοηθήσει. 2. για κτ. που δείχνει δισταγμό: Προχωρούσε με διστακτικά βήματα. || (γραμμ.) που χρησιμοποιείται για να δείξει φόβο ή ανησυχία για κτ. δυσάρεστο: Διστακτικοί σύνδεσμοι, π.χ. μη, μήπως. Διστακτικά επιρρήματα. Διστακτικές προτάσεις, ενδοιαστικές.
διστακτικά & δισταχτικά ΕΠIΡΡ: Aπάντησε ~. Nέες μέθοδοι που άρχισαν να χρησιμοποιούνται ~. [λόγ. < ελνστ. διστακτικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- διστακτικότητα η [δistaktikótita] Ο28 : η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο διστακτικός: Έδειξε ~, έλλειψη αποφασιστικότητας. Παρατηρείται κάποια ~ στον τομέα των επενδύσεων, στους επενδυτές.
[λόγ. διστακτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- δισταυρία η [δistavría] Ο25 : η δυνατότητα που έχει ένας ψηφοφόρος να σημειώσει δύο σταυρούς προτίμησης σε έναν κατάλογο υποψηφίων.
[λόγ. δι- 1 + σταυρ(ός) -ία]
- δίστηλος -η -ο [δístilos] Ε5 : που έχει δύο στήλες. α. για κείμενο τυπωμένο σε δύο στήλες: Δίστηλο άρθρο. || (ως ουσ.) το δίστηλο: Ο (τάδε) δημοσιογράφος κρατάει ένα δίστηλο στη δεύτερη σελίδα της (τάδε) εφημερίδας. β. που είναι χωρισμένος σε δύο κάθετα τμήματα: Δίστηλες φέτες καλοριφέρ.
[λόγ. δι- 1 + στήλ(η) -ος]
- δίστιχος -η -ο [δístixos] Ε5 : που αποτελείται από δύο αράδες, γραμμές ή από δύο ομοιοκατάληκτους στίχους: Δίστιχη αγγελία. Δίστιχη στροφή. || (ως ουσ.) το δίστιχο, ποίημα, συνήθ. ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: Tο λιανοτράγουδο και η μαντινάδα είναι δίστιχα.
[λόγ. < ελνστ. δίστιχος, δίστιχον]
- διστοιχία η [δistixía] Ο25 : παράταξη σε διπλή σειρά.
[λόγ. < ελνστ. διστοιχία]
- διστομίαση η [δistomíasi] Ο33 : (ιατρ.) νόσος του ήπατος που προσβάλλει ανθρώπους και ζώα.
[λόγ. < νλατ. distomiasis < di- = δι- 1 + stom(ata) `είδος παρασίτου΄ < αρχ. πληθ. στόμ(ατα) + -iasis = -ία(σις) -ση]
- δίστομος -η -ο [δístomos] Ε5 : (λόγ., λογοτ.) δίκοπος: Δίστομη μάχαιρα. Δίστομο μαχαίρι.
[λόγ. < αρχ. δίστομος]
- δίστρατο το [δístrato] Ο41 : (λαϊκότρ.) το σημείο όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι.
[μσν. δίστρατον < δι- 1 + στράτ(α) -ον]



