Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δις
45 εγγραφές [21 - 30]
δισκογραφία η [δiskoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της εγγραφής μουσικών δίσκων. 2. το σύνολο της παραγωγής των δίσκων μιας περιόδου ή μιας χώρας: H ελληνική / η αμερικανική / η ξένη ~. 3. κατάλογος δίσκων.

[λόγ. δίσκ(ος) -ο- + -γραφία]

δισκογραφικός -ή -ό [δiskoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δισκογραφία: Δισκογραφική εταιρεία.

[λόγ. δισκογραφ(ία) -ικός]

δισκοθήκη η [δiskoθíki] Ο30 : I. συλλογή ή αρχείο δίσκων: H ~ του ραδιοφωνικού σταθμού είναι πολύ πλούσια. II. έπιπλο για την τοποθέτηση δίσκων.

[λόγ. < γαλλ. discothèque < disque = δίσκ(ος) -ο- + -thèque = -θήκη κατά το bibliothèque = βιβλιοθήκη]

δισκοπάθεια η [δiskopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενική ονομασία παθήσεων που προκαλούνται από αλλοιώσεις του μεσοσπονδύλιου δίσκου: Πάσχει από ~.

[λόγ. δίσκ(ος) -ο- + -πάθεια]

δισκοπότηρο το [δiskopótiro] Ο41 : το άγιο ποτήριο και ο δίσκος της Θείας Ευχαριστίας. || το άγιο ποτήριο.

[δίσκ(ος) -ο- + ποτήρ(ι) -ο (πρβ. μσν. δισκοποτήρι(ο)ν)]

δισκοπρίονο το [δiskopríono] Ο41 : πριόνι του οποίου το κοπτικό εργαλείο είναι οδοντωτός τροχός.

[δίσκ(ος) -ο- + πριόν(ι) -ο]

δισκοπωλείο το [δiskopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλούν δίσκους μουσικής, κασέτες, σιντί κτλ.

[λόγ. δίσκ(ος) -ο- + -πωλείον]

δίσκος ο [δískos] Ο18 : I1. κυκλικό αντικείμενο με μικρό πάχος, του οποίου οι δύο επιφάνειες είναι επίπεδες ή σχεδόν επίπεδες: Ο ~ του ρολογιού. Ο ~ της ζυγαριάς. Ο ~ (επιλογής) του τηλεφώνου, όπου σχηματίζονται οι αριθμοί των συνδρομητών. Iπτάμενος* ~. || η ορατή επιφάνεια ενός ουράνιου σώματος: Ο ~ του ήλιου. α. (αθλ.) ξύλινος δίσκος με ατρακτοειδή εγκάρσια τομή, που περιβάλλεται από μεταλλική στεφάνη. || δισκοβολία: Nίκησε στο δίσκο. β. (τεχν.) μηχάνημα κοπής, του οποίου το κύριο εξάρτημα είναι ένας οδοντωτός περιστρεφόμενος δίσκος. γ. (ανατ.) μεσοσπονδύλιος ~, μέσο συνένωσης των σπονδύλων μεταξύ τους. 2α. κυκλική πλάκα από πλαστική ύλη, της οποίας οι δύο επιφάνειες έχουν λεπτές σπειροειδείς χαράξεις και όπου έχουν αποτυπωθεί μουσικοί ή άλλοι ήχοι: Aκούω μουσική από δίσκους. ~ με τις φωνές Ελλήνων ποιητών. ~ 33 / 45 στροφών. Εγγραφή δίσκου. Ο ~ κυκλοφόρησε σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Bάζω το δίσκο στο πικάπ να παίξει. ~ μακράς διαρκείας. Mικρός / μεγάλος / διπλός ~. Οι δύο πλευρές του δίσκου. Xρυσός / πλατινένιος ~, που απονέμεται τιμητικά στον τραγουδιστή, όταν οι πωλήσεις ενός δίσκου του υπερβούν έναν ορισμένο αριθμό. β. (πληροφ.) σκληρός ~, κυκλική βάση σε σχήμα δίσκου, με επικάλυψη μαγνητικού υλικού, που χρησιμοποιείται για την εγγραφή πληροφοριών με ψηφιακή μορφή και είναι μόνιμα προσαρμοσμένη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. || (σπάν.) εύκαμπτος ~, δισκέτα. II. σκεύος που αποτελείται από μία επίπεδη συνήθ. κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια επιφάνεια με ελαφρά υπερυψωμένα τα άκρα και που χρησιμοποιείται στο σερβίρισμα: Ο σερβιτόρος φέρνει στο δίσκο τα πιάτα και τα ποτήρια. (έκφρ.) του τα πηγαίνουν / τα θέλει όλα στο δίσκο, για κπ. που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτε. ~ μνημοσύνου, δίσκος με τα κόλλυβα. Ο άγιος ~, όπου τοποθετείται ο άρτος κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας. || Ο ~ της εκκλησίας, που τον περιφέρουν στην εκκλησία, για να προσφέρουν οι πιστοί χρήματα για τους φτωχούς: Στη διάρκεια της Λειτουργίας βγαίνει ο ~. ΦΡ βγάζω δίσκο / περιφέρω το δίσκο της επαιτείας, ζητώ με τρόπο μειωτικό για την αξιοπρέπειά μου την υλική βοήθεια των άλλων. δισκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II, και στη σημ. I2α, για δίσκο 45 στροφών.

[II: ελνστ. δίσκος· Ι: λόγ.: 1α: αρχ. δίσκος· 1β, 1γ, 2α: γαλλ. disque (στη νέα σημ.) < λατ. discus < αρχ. δίσκος· 2β: αγγλ. disk]

δισκόφρενο το [δiskófreno] Ο41 : (τεχν.) φρένο που λειτουργεί με την πίεση που ασκούν δύο σιαγόνες στα πλευρά ενός περιστρεφόμενου δίσκου.

[λόγ. δίσκ(ος) -ο- + φρένον μτφρδ. αγγλ. disc brake]

δισταγμός ο [δistaγmós] Ο17 : η αμφιβολία για την ορθότητα μιας ενέργειας ή ο φόβος της αποτυχίας, που έχει ως συνέπεια τη δυσκολία στη λήψη κάποιας απόφασης: Έχω πολλούς δισταγμούς, αν θα πρέπει να αναλάβω αυτή την υποχρέωση. Aπάντησε αμέσως χωρίς κανένα δισταγμό. Άνθρωπος που δεν έχει ηθικούς δισταγμούς, ενδοιασμούς.

[λόγ. < ελνστ. δισταγμός]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες