Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διπλώνω [δiplóno] -ομαι Ρ1 : 1. παίρνω τις δύο άκρες ενός κομματιού από ύφασμα, από χαρτί ή από άλλο παρόμοιο υλικό και τις ακουμπώ στις αντίστοιχες δύο άλλες άκρες, έτσι ώστε η μισή επιφάνειά του να καλύψει την υπόλοιπη: ~ το γράμμα / το έγγραφο και το βάζω στο φάκελο. Σεντόνια διπλωμένα στα τέσσερα. || (παθ. για πρόσ.) λυγίζω πολύ το σώμα μου προς τα εμπρός: Διπλώθηκε (στα δύο) από τον πόνο / από το κρύο. 2. περιτυλίγω κτ.: Δίπλωσα τα βιβλία / τα ρούχα για να τα πάρω μαζί μου. || (παθ.) σκεπάζομαι πολύ καλά με κτ.: Kαθόταν διπλωμένος στην κουβέρτα / στο παλτό του. 3. (οικ.) αποκτώ κτ. για δεύτερη φορά: Tους δίπλωσε τους γιους / τις κόρες.
[διπλ(ός) -ώνω (πρβ. αρχ. διπλῶ `επαναλαμβάνω΄, ελνστ. σημ.: `διπλασιάζω΄)]



