Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλάσιος
1 εγγραφή
διπλάσιος -α -ο [δiplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· διπλός: Tο διαμέρισμά σου είναι διπλάσιο από το δικό μου. H φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από την περσινή. || (ως ουσ.) το διπλάσιο: Kερδίζει τα διπλάσια από εμένα. διπλάσια ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~ από τους άλλους.

[λόγ. < αρχ. διπλάσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες