Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικλίδα
1 εγγραφή
δικλίδα η [δiklíδa] & δικλείδα η [δiklíδa] Ο26 : α. βαλβίδα που αφήνει ελεύθερη μόνο την έξοδο σε κάποιο υγρό ή αέριο και εμποδίζει την παλινδρόμηση: Aσφαλιστική ~ / ~ ασφαλείας, βαλβίδα που λειτουργεί αυτόματα και επιτρέπει την έξοδο του ατμού, όταν η πίεσή του υπερβεί μια ορισμένη τιμή. β. (μτφ.) σύστημα με το οποίο ελέγχεται μια κατάσταση και συγκρατείται στα επιθυμητά όρια: Tο δημοκρατικό πολίτευμα διαθέτει (ασφαλιστικές) δικλίδες που εμποδίζουν την εκδήλωση ενός πραξικοπήματος. H μετανάστευση ήταν ασφαλιστική ~ για την οικονομία.

[λόγ. < αρχ. δικλίς, αιτ. -ίδα `πτυσσόμενη πόρτα΄ σημδ. γαλλ. valve· κατά την αρχ. ορθογρ. δίκλεις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες