Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαστής
1 εγγραφή
δικαστής ο [δikastís] Ο7 θηλ. δικαστής [δikastís] & (οικ.) δικαστίνα [δikastína] Ο26 : δημόσιος λειτουργός που έχει ως έργο την απονομή της δικαιοσύνης: Οι πρωτοδίκες, οι εφέτες και οι αρεοπαγίτες είναι δικαστές. Ένωση Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων. Aμερόληπτος / αυστηρός / επιεικής ~. Φυσικός ~, που είναι εντεταλμένος από το νόμο. Λαϊκός ~, σε λαϊκό δικαστήριο. (έκφρ.) παίρνει ύφος δικαστή / με ύφος δικαστή, για κπ. που υπεροπτικά ελέγχει και κατακρίνει. || αυτός που ελέγχει, που κρίνει με μεγάλη αυστηρότητα: Δε θα γίνω εγώ ~ των πράξεών του, κριτής. || (θηλ.) δικαστίνα, γυναίκα δικαστής ή σύζυγος δικαστή.

[αρχ. δικαστής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δικαστ(ής) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες