Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικαιοδοσία η [δikeoδosía] Ο25 : η εξουσία που δίνεται σε κπ., με νόμο, διαταγή κτλ., για να κρίνει ή να ενεργήσει μέσα σε καθορισμένα πλαίσια: Aδικήματα που υπάγονται / εμπίπτουν στη ~ των ποινικών δικαστηρίων. Aυτή η περίπτωση υπάγεται στη ~ της νομαρχίας / του υπουργού. || το σύνολο των καθηκόντων και των δικαιωμάτων που έχει αυτός στον οποίο έχει δοθεί η παραπάνω εξουσία: Ποιες είναι οι δικαιοδοσίες του;, οι αρμοδιότητες.
[λόγ. < ελνστ. δικαιοδοσία]



