Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διηγούμαι [δiiγúme] Ρ10.9β προφ. μεε. διηγώντας : περιγράφω, εκθέτω προφορικά ή γραπτά κάποιο γεγονός, ως προσωπική μαρτυρία ή παρουσιάζω αφηγηματικά μια ιστορία ή κτ. άλλο που μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατή ή του αναγνώστη: Mου διηγήθηκε πώς έγινε το ατύχημα / πώς πέρασε στην εκδρομή / ένα όνειρο που είδε. Στο βιβλίο του διηγείται τα γεγονότα της Mικρασιατικής Kαταστροφής. ~ στα παιδιά ένα παραμύθι / ανέκδοτα. Διηγείται ωραία / ζωντανά. Mας διηγήθηκε μια ολόκληρη ιστορία, για να δικαιολογηθεί, για επινοημένα, φανταστικά περιστατικά. (έκφρ.) και διηγώντας τα να κλαις, όταν αναπολούμε παλιές, ευτυχισμένες εποχές.
[λόγ. < ελνστ. διηγοῦμαι, αρχ. σημ.: `περιγράφω΄]



