Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διευκριν
3 εγγραφές [1 - 3]
διευκρινίζω [δiefkrinízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω εξηγήσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες για κτ.: Πρέπει να διευκρινίσω ορισμένα σημεία της πρότασής μου, που δημιούργησαν παρεξηγήσεις και ερωτηματικά. Διευκρινίστηκαν οι στόχοι και οι προθέσεις μας, ξεκαθαρίστηκαν. Διευκρινίστηκε ότι τα νέα φορολογικά μέτρα δεν αφορούν τους αγρότες.

[λόγ. < ελνστ. διευκριν(ῶ), αρχ. σημ.: `τακτοποιώ προσεχτικά΄, μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. διευκρινησ-]

διευκρίνιση η [δiefkrínisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διευκρινίζω, εξήγηση που δίνεται για να γίνει κτ. πιο σαφές και κατανοητό: Aυτά που είπες θέλουν ~. Πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις, για να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Οι διευκρινίσεις που έδωσε δε με ικανοποίησαν.

[λόγ. < ελνστ. διευκρίνη(σις) -ση (ορθογρ. κατά το διευκρινίζω)]

διευκρινιστικός -ή -ό [δiefkrinistikós] Ε1 : που διευκρινίζει: Διευκρινιστικές ερωτήσεις. διευκρινιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. διευκρινισ- (διευκρινίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες