Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεκδικώ
1 εγγραφή
διεκδικώ [δiekδikó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. απαιτώ, με τη χρησιμοποίηση νομικών μέσων, την κυριότητα ενός πράγματος που το κατέχει ή στο οποίο προβάλλει αξιώσεις κάποιος άλλος: Θα διεκδικήσω την περιουσία μου. Οι γείτονές μας διεκδικούν εδάφη που μας ανήκουν. β. απαιτώ κτ. ως οφειλόμενο, ως δίκαιο, χρησιμοποιώντας όλα τα υπάρχοντα μέσα: Οι εργαζόμενοι διεκδικούν αυξήσεις μισθών / μείωση των ωρών εργασίας. Διεκδικούν περισσότερα από όσα δικαιούνται. || Διεκδικεί την πατρότητα του έργου / την επιμέλεια των παιδιών του. || (μτφ.): Δε ~ τίποτα από τη ζωή. 2. προσπαθώ να πετύχω κτ. ανταγωνιζόμενος κπ. άλλον: Θα διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματος / τον τίτλο του πρωταθλητή από την αντίπαλη ομάδα / τη δεύτερη βουλευτική έδρα του νομού. || επιδιώκω ή επιθυμώ να μου αναγνωρίσουν κτ., να με θεωρήσουν άξιο για κτ.: Δε ~ τον τίτλο του πρωτοπόρου. Διεκδικεί δάφνες. Tο παιδί διεκδικεί την αγάπη των γονιών του.

[λόγ. < ελνστ. διεκδικῶ `εκδικούμαι΄, η σημερ. σημ. μσν. σημδ. του λατ. vindicare & νεότ. σημδ. του γαλλ. revendiquer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες