Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεθνολόγος
1 εγγραφή
διεθνολόγος ο [δieθnolóγos] Ο18 θηλ. διεθνολόγος [δieθnolóγos] Ο35 : νομικός ειδικευμένος στη διεθνολογία.

[λόγ. διεθν(ής) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες