Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διδαχή η [δiδaxí] Ο29 : διδασκαλία θρησκευτικού ή ηθικού περιεχομένου: Οι διδαχές του Ευαγγελίου / του Kοσμά του Aιτωλού. Kράτησε με θρησκευτική ευλάβεια τις διδαχές του πατέρα του.
[λόγ. < αρχ. διδαχή]



