Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διδάσκαλος ο [δiδáskalos] Ο19 θηλ. διδασκάλισσα [δiδaskálisa] Ο27 : (λόγ.) δάσκαλος. || Οι Διδάσκαλοι του Γένους, λόγιοι, κληρικοί ή λαϊκοί που με το έργο τους διαφώτισαν και δίδαξαν το υπόδουλο γένος, κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. διδάσκαλος· λόγ. < μσν. διδασκάλισσα < διδάσκαλ(ος) -ισσα]