Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 608 εγγραφές [591 - 600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαχειριστής ο [δiaxiristís] Ο7 θηλ. διαχειρίστρια [δiaxirístria] Ο27 : αυτός που διαχειρίζεται κτ. α. αυτός που είναι υπεύθυνος για την οικονομική διαχείριση ως εκπρόσωπος ενός φυσικού ή νομικού προσώπου: ~ χρημάτων / υλικών. Ο ~ της πολυκατοικίας, ένας από τους ενοίκους που κρατά το ταμείο. || (νομ.) ~ πτωχεύσεως. || ~ της εξουσίας, αυτός στον οποίο ο λαός ανέθεσε τη διοίκηση των κοινών υποθέσεων. β. πολιτικός υπάλληλος ή στρατιωτικός που υπηρετεί στην ειδική υπηρεσία για τη διαχείριση των υλικών: Εργάζεται ως ~ στην τράπεζα. || (στρατ.) Aξιωματικός ~. Γενικός / μερικός ~.
[λόγ. διαχειρισ- (διαχειρίζομαι) -τής· λόγ. διαχειρισ(τής) -τρια]
- διαχειριστικός -ή -ό [δiaxiristikós] Ε1 : που έχει σχέση: α. με τη διαχείριση1: ~ έλεγχος. Διαχειριστικές ανωμαλίες. Διαχειριστική χρήση*. β. με το διαχειριστή: Διαχειριστικές ευθύνες.
διαχειριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαχειριστ(ής) -ικός (πρβ. ελνστ. τό διαχειριστικόν `εντολή, παραγγελία΄)]
- διαχέω [δiaxéo] -ομαι Ρ αόρ. διέχυσα, απαρέμφ. διαχύσει, παθ. αόρ. διαχύθηκα, απαρέμφ. διαχυθεί : (επιστ., λόγ., συνήθ. παθ.) διασκορπίζω, συνήθ. για το φαινόμενο της διάχυσης: Tο φως διαχέεται όταν προσκρούει σε ανώμαλη επιφάνεια. Ο ήχος / το άρωμα διαχέεται παντού.
[λόγ. < αρχ. διαχέω `σκορπίζω, διασκορπίζω΄]
- διαχρονία η [δiaxronía] Ο25 : (γλωσσ.) η εξέλιξη των γλωσσικών φαινομένων μέσα στο χρόνο. ANT συγχρονία.
[λόγ. < γαλλ. diachronie < dia- = δια- + αρχ. χρόν(ος) -ie = -ία]
- διαχρονικός -ή -ό [δiaxronikós] Ε1 : 1. (γλωσσ.) που αναφέρεται στη διαχρονία. ANT συγχρονικός: Διαχρονική γλωσσολογία / γραμματική. Διαχρονική μελέτη ενός φαινομένου. 2. για κτ. που έχει διάρκεια, που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου: H αξία των κλασικών έργων είναι διαχρονική.
διαχρονικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω κτ. ~. [λόγ. < γαλλ. diachronique < diachron(ie) = διαχρον(ία) -ique = -ικός]
- διαχρονικότητα η [δiaxronikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαχρονικού: 1. αυτού που έχει σχέση με την εξέλιξη των φαινομένων μέσα στο χρόνο. ANT συγχρονικότητα. 2. αυτού που αντέχει στο χρόνο: H ~ των ανθρωπιστικών μηνυμάτων.
[λόγ. διαχρονικ(ός) -ότης > -ότητα]
- διαχρωμία η [δiaxromía] Ο25 : (φωτογρ.) μέθοδος μετατροπής ασπρόμαυρης φωτογραφίας σε έγχρωμη.
[λόγ. δια- χρώμ(α) -ία]
- διαχύνω [δiaxíno] -ομαι Ρ1 : διαχέω.
[λόγ. μεταπλ. του ρ. διαχέω για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χέω > χύνω]
- διαχύσεις οι [δiaxísis] Ο33 : θερμές και κάπως επιδεικτικές εκδηλώσεις αγάπης: Ερωτικές ~. Γιατί τόσες ~ μόλις μας είδε;, διαχυτικότητες.
[λόγ. πληθ. της λ. διάχυσις σημδ. γαλλ. effusions (πληθ.) και με βάση την ελνστ. σημ. της λ.: `χαρούμενη διάθεση΄]
- διάχυση η [δiáxisi] Ο33 : (φυσ.) α. το φαινόμενο του διασκορπισμού των φωτεινών ή των θερμικών ακτίνων, που προκαλείται λόγω της ακανόνιστης ανάκλασής τους από ανώμαλες επιφάνειες. β. η αμοιβαία διείσδυση υγρών ή αερίων, που βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους, η οποία οφείλεται στη θερμική κίνηση των σωματιδίων τους: Οι ισχυροί άνεμοι συντελούν στη ~ των ρύπων στην ατμόσφαιρα.
[λόγ. < αρχ. διάχυ(σις) `σκόρπισμα υγρού΄ -ση σημδ. γαλλ. diffusion]



