Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 608 εγγραφές [481 - 490] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασωθείς -είσα -έν [δiasoθís] Ε12γ : (λόγ.) που διασώθηκε από κπ. κίνδυνο, συνήθ. θανάσιμο: Οι διασωθέντες ναυαγοί. || (ως ουσ.): Οι διασωθέντες μεταφέρθηκαν αμέσως στο νοσοκομείο.
[λόγ. < μτχ. παθ. αορ. του αρχ. ρ. διασῴζω]
- διασωληνώνω [δiasolinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω διασωλήνωση: Ο ασθενής θα παραμείνει διασωληνωμένος τουλάχιστον για τις επόμενες δύο ημέρες.
[λόγ. διασωλήν(ωσις) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]
- διασωλήνωση η [δiasolínosi] Ο33 : (ιατρ.) 1. αποχέτευση υγρών τραύματος με τη βοήθεια ελαστικού σωλήνα. 2. εισαγωγή ειδικού σωλήνα μέσα στο λάρυγγα για τη διευκόλυνση της αναπνοής: Ο ασθενής χρειάζεται ~.
[λόγ. δια- σωλήν(ας) -ωση]
- διάσωση η [δiásosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασώζω: Πλοία και ελικόπτερα σπεύδουν για τη ~ των ναυαγών. Επείγει η ~ των αρχαίων μνημείων.
[λόγ. < ελνστ. διάσω(σις) -ση]
- διασωστικός -ή -ό [δiasostikós] Ε1 : που μπορεί να διασώζει ή που αναφέρεται στη διάσωση: Διασωστικά μέσα.
[λόγ. < ελνστ. διασωστικός]
- διάτα η [δjáta] Ο25α : (λαϊκότρ.) διαταγή.
[διατ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- διαταγή η [δiatají] Ο29 : 1. ενέργεια με την οποία κάποιος (πρόσωπο ή ομάδα), που έχει εξουσία, ζητά από κπ. άλλο να κάνει οπωσδήποτε κτ. ή να συμπεριφερθεί με ορισμένο τρόπο: ~ του πρωθυπουργού / του υπουργού / του στρατηγού / του διοικητή. Mία ~ της αστυνομίας. ~ ανωτέρου. Προφορική / γραπτή / αυστηρή ~. Bγάζω / δίνω μια ~. Έχω ~, με έχουν διατάξει. Yπακούω σε / εκτελώ / παραβαίνω μία ~. Ενεργώ σύμφωνα με τη ~ / κατά διαταγήν κάποιου. H επιθυμία σου είναι για μένα ~, θα την εκτελέσω οπωσδήποτε. (έκφρ.) (είμαι) στις διαταγές κάποιου, θα κάνω ό,τι μου ζητήσει. μέχρι νεοτέρας (διαταγής), μέχρις ότου υπάρξει διαφορετική διαταγή ή απόφαση. ΠAΡ Bασιλική ~ και τα σκυλιά δεμένα, για εντολή που πρέπει να τηρηθεί οπωσδήποτε. 2. η γραπτή διαταγή καθώς και το σχετικό έγγραφο: Γράφω / στέλνω / παίρνω / διαβάζω / σκίζω μία ~. Kαταχωρώ μία ~ στο πρωτόκολλο. || (στρατ.) Hμερήσια* ~. || (νομ.) εντολή: ~ πληρωμής. (έκφρ.) εις διαταγήν κάποιου (σε γραμμάτιο ή συναλλαγματική), με εντολή του.
[λόγ.(;) < ελνστ. διαταγή]
- διάταγμα το [δiátaγma] Ο49 : χαρακτηρισμός ή ονομασία διαταγών της εκτελεστικής εξουσίας: Προεδρικό / βασιλικό ~. Nομοθετικό / αναγκαστικό ~. || Tο Διάταγμα των Mεδιολάνων.
[λόγ. < ελνστ. διάταγμα]
- διατάζω [δiatázo] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχτηκα, απαρέμφ. διαταχτεί : εκδηλώνω την επιθυμία μου: α. ως διαταγή: Σε ~ να σταθείς προσοχή. Ο λοχαγός διέταξε να επιτεθούμε. Διέταξε να θανατώσουν τους αιχμαλώτους. || Διατάξτε!, ως απάντηση ιδίως στρατιωτικού σε ονομαστική πρόσκλησή του από έναν ανώτερο. β. δίνοντας εντολή σε κπ. να κάνει κτ.: Ο γιατρός διέταξε για τον ασθενή ανάπαυση / αυστηρή δίαιτα. || Διατάχτηκε να φύγει για τη νέα του θέση.
[μσν. διατάζω < ελνστ. διατάσσω, αρχ. σημ.: `ορίζω την τάξη΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. διαταξ-]
- διατακτικός -ή -ό [δiataktikós] Ε1 : 1. (σπάν.) που έχει σχέση με διαταγή: Διατακτικό έγγραφο. 2. (ως ουσ.) α. η διατακτική, έγγραφο με το οποίο δίνεται η άδεια σε κπ. να εισπράξει, να παραλάβει ή να αποθηκεύσει κτ. β. (νομ.) το διατακτικό, το δεύτερο τμήμα της δικαστικής απόφασης, με το οποίο εκδηλώνεται η βούληση του δικαστηρίου· (πρβ. σκεπτικό).
[λόγ.: 1, 2α: διατακ- (διατάσσω) -τικός· 2β: σημδ. γαλλ. dispositif (διαφ. το ελνστ. διατακτικός `κατάλληλος για τακτοποίηση΄)]



