Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 608 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαβολογυναίκα η [δjavolojinéka] Ο25 : γυναίκα που χαρακτηρίζεται από ιδιότητες που αποδίδονται στο διάβολο (κακία, μοχθηρότητα, πονηριά, πανουργία).
[διαβολο- + γυναίκα]
- διαβολόκαιρος ο [δjavolókeros] & (προφ.) διαολόκαιρος ο [δjaolókeros] Ο20 : χαρακτηρισμός για πολύ κακές καιρικές συνθήκες: Πού να βγεις έξω μ΄ αυτόν το διαβολόκαιρο!
[διαβολο-, διαολο- + καιρ(ός) -ος]
- διαβολοκόριτσο το [δjavolokóritso] & (προφ.) διαολοκόριτσο το [δjaolo kóritso] Ο41 : χαρακτηρισμός για κορίτσι πολύ έξυπνο, τετραπέρατο ή εξαιρετικά ζωηρό και άτακτο.
[διαβολο-, διαολο- + κορίτσ(ι) -ο]
- διαβολόπαιδο το [δjavolópeδo] & (προφ.) διαολόπαιδο το [δjaolópeδo] Ο41 : χαρακτηρισμός για παιδί (αγόρι ή κορίτσι) πολύ έξυπνο, τετραπέρατο ή εξαιρετικά ζωηρό και άτακτο.
[διαβολο-, διαολο- + παιδ(ί) -ο]
- διάβολος ο [δjávolos] & διάολος ο [δjáolos] Ο20α προφ. πληθ. και διαβόλοι & διαόλοι : 1. η προσωποποίηση του πνεύματος του κακού: Οι διάβολοι απεικονίζονται με κέρατα και με ουρά. Οι διάβολοι της κόλασης. 2. ο αρχηγός των διαβόλων, ο Σατανάς, ο Εωσφόρος: Ο Θεός και ο ~. Πιστεύει στο διάβολο. Mυστικές τελετές και θυσίες στο διάβολο. ΦΡ κτ. πάει κατά διαόλου, για υπόθεση που εξελίσσεται αρνητικά, προς πλήρη αποτυχία ή καταστροφή. έχει το διάβολο μέσα του / της: α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, παμπόνηρος. β. είναι πανούργος, κακός. δικηγόρος* του διαβόλου. (μένει / κάθεται) στου διαόλου τη μάνα*. διαβόλου κάλτσα / γέννα, τετραπέρατος, παμπόνηρος άνθρωπος. πουλώ* την ψυχή μου στο διάβολο. δουλειά* δεν είχε ο ~, δουλειά βρήκε να κάνει. ο ~ έχει πολλά ποδάρια, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος, ενός κινδύνου παρά τις όποιες προφυλάξεις. έσπασε / σπάει ο ~ το ποδάρι του, η τύχη έγινε ανέλπιστα, απροσδόκητα ευνοϊκή ή αρνητική. βρίσκω το διάολό μου, μπλέκομαι σε απροσδόκητες δυσχέρειες, προβλήματα, βρίσκω τον μπελά μου. τραβώ* το διάολό μου. αποφεύγω κπ. ή κτ., όπως ο ~ το λιβάνι*. για το διάολο πεσκέσι*. ο ~ να σκάσει (θα το κάνω / θα το πω κ.ά.), θα κάνω / θα πω αυτό που θέλω, οτιδήποτε κι αν συμβεί. έχω / γράφω κπ. στου δια(β)όλου το κατάστιχο, αντιπαθώ κπ., δεν τον εκτιμώ, τον περιφρονώ. 3. (σε επιφ. χρήση, κυρίως σε εκφράσεις) στο διάβολο / στο διάολο, δηλώνει διάφορα συναισθήματα ή διαθέσεις, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής και με τα συμφραζόμενα: Πού στο διάβολο πήγες; Tι στο διάβολο θέλεις; Άι στο διάβολο!: α. χάσου, εξαφανίσου. β. (για έκπληξη) σοβαρά; (που) να πάρει ο ~!, για ενόχληση, οργή. να σε πάρει ο ~!, ως κατάρα. Διάβολε!, για έκπληξη, οργή, αγανάκτηση: Διάβολε! πάλι το ξέχασα. 4. (μτφ.) χαρακτηρισμός: α. για άνθρωπο πανέξυπνο, τετραπέρατο, παμπόνηρο: Είναι ~ σωστός. β. για άνθρωπο κακεντρεχή, μοχθηρό, επικίνδυνο: Είναι ο ~ μεταμορφωμένος. γ. κυρίως για μικρό παιδί πάρα πολύ ζωηρό και άτακτο.
διαβολάκι το & διαολάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1 και 4γ. διαβολάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 4γ. [ελνστ. διάβολος (στη νέα σημ.) < αρχ. διάβολος `συκοφάντης΄ σημδ. (ελνστ.) εβρ. sātān (σύγκρ. σατανάς)· διάολος: εξασθένιση και αποβ. του μεσοφ. [v] για αποφυγή της κανονικής μορφής του ονόματος· διάβολ(ος) -άκος]
- διαβολοσκόρπισμα το [δjavoloskórpizma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ ανεμομαζώματα*, διαβολοσκορπίσματα.
[διαβολο- + σκόρπισμα]
- διαβουλεύομαι [δiavulévome] Ρ5.1β : συσκέπτομαι μαζί με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες.
[λόγ. < αρχ. διαβουλεύομαι]
- διαβούλευση η [δiavúlefsi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : ιδιαίτερες συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων, ιδίως σε επίσημο επίπεδο: Ο πρέσβης της Ελλάδας στην Άγκυρα ανακλήθηκε για διαβουλεύσεις. Aπόρρητες / μυστικές διαβουλεύσεις.
[λόγ. διαβουλεύ(ομαι) -σις > -ση]
- διαβούλιο το [δiavúlio] Ο40 : συμβούλιο, σύσκεψη που οργανώνεται μυστικά και με αδιαφανείς σκοπούς ή που χαρακτηρίζεται από μακρόχρονες και αναποτελεσματικές διαδικασίες: Συμβούλια και διαβούλια.
[λόγ. < ελνστ. διαβούλιον]
- διαβρέχω [δiavréxo] -ομαι Ρ αόρ. διέβρεξα, απαρέμφ. διαβρέξει, παθ. αόρ. διαβράχηκα, απαρέμφ. διαβραχεί : βρέχω, υγραίνω κτ. εξ ολοκλήρου, διαποτίζω, μουσκεύω.
[λόγ. < αρχ. διαβρέχω]



