Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δια
608 εγγραφές [31 - 40]
διαβλέπω [δiavlépo] Ρ αόρ. διέβλεψα και διείδα, απαρέμφ. διαβλέψει : διακρίνω κτ. πριν να συμβεί ή πριν να εκδηλωθεί πλήρως, με βάση ορισμένες ενδείξεις ή / και με προσεκτική και οξυδερκή παρατήρηση: ~ κινδύνους / ύποπτους σκοπούς. Διέβλεψε / διείδε την πορεία των γεγονότων / των εξελίξεων.

[λόγ. < αρχ. διαβλέπω `βλέπω καθαρά΄ σημδ. γαλλ. entrevoir ή γερμ. durchsehen, durchschauen]

διαβλητός -ή -ό [δiavlitós] Ε1 : που μπορεί να θεωρηθεί, να κατηγορηθεί ως μη ορθός, ως επιλήψιμος. ANT αδιάβλητος: Οι αναθέσεις έργων / οι προσλήψεις έγιναν από την κυβέρνηση με διαβλητές διαδικασίες. Διαβλητά πρόσωπα / κριτήρια.

[λόγ. < αδιάβλητος (αναδρ. σχημ.)]

διαβόητος -η -ο [δiavóitos] Ε5 : που έχει γίνει αρνητικά γνωστός, που έχει αποκτήσει μεγάλη αλλά αρνητική φήμη: ~ ληστής / απατεώνας.

[λόγ. < ελνστ. διαβόητος `ονομαστός, περίφημος΄ σημδ. γαλλ. notoire ή αγγλ. notorious]

διαβολάκι το [δjavoláki] Ο44α : ηλεκτρική συσκευή με θερμαινόμενη εστία, που ζεσταίνει γρήγορα μικρή ποσότητα νερού συνήθ. για καφέ ή για τσάι· ματάκι.

[διάβολ(ος) -άκι]

διαβολέας ο [δiavoléas] Ο21 : αυτός που διαβάλλει, που συκοφαντεί· συκοφάντης.

[λόγ. διαβολ(ή) -εύς > -έας]

διαβολεμένος -η -ο [δjavoleménos] & (προφ.) διαολεμένος [δjaolemé nos] Ε3 : 1. (για πρόσ.) που τον χαρακτηρίζει υψηλού βαθμού εξυπνάδα ή και πονηριά ή εξαιρετική ικανότητα: Διαβολεμένη γυναίκα. || Διαολεμένο παιδί, πολύ ζωηρό, άτακτο. 2. (με αφηρ. ουσ.) που δηλώνει μια ιδιότητα σε πολύ υψηλό βαθμό: Έχει διαβολεμένο κέφι / διαβολεμένη τύχη. ~ αέρας / θόρυβος, πολύ δυνατός αλλά και ενοχλητικός. διαβολεμένα & διαολεμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του ρ. διαβολεύω `παρασέρνω σε διαβολικές πράξεις΄ < διάβολ(ος) -εύω· αποβ. του μεσοφ. [v] κατά το διάβολος > διάολος]

διαβολή η [δiavolí] Ο29 : ψευδής κατηγορία που προσβάλλει την τιμή, την υπόληψη κάποιου· συκοφαντία: Mε συνεχείς διαβολές προσπάθησαν να τον καταστήσουν αντιπαθή.

[λόγ. < αρχ. διαβολή]

διαβολικότητα η [δjavolikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαβολικού· σατανικότητα.

[λόγ. διαβολικ(ός) -ότης > -ότητα]

διαβόλισσα η [δjavólisa] Ο27α : 1. γυναίκα τετραπέρατη, παμπόνηρη ή και πανούργα, μοχθηρή· διαβολογυναίκα. 2. (στα παραμύθια) η γυναίκα του διαβόλου.

[2: διάβολ(ος) -ισσα· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. diablesse]

διαβολο- [δjavolo] & διαβολό- [δjavoló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & διαβολ- [δjavol], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] & (προφ.) διαολο- [δjaolo] & διαολό- [δjaoló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. έχει κάποια ιδιότητα σατανική: διαβολάνθρωπος, ~γυναίκα, διαολόπαπας. β. έχει άσχημα και μη επιθυμητά στοιχεία: διαβολόκαιρος. 2. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους, με αναφορά στον ίδιο το σατανά, το διάβολο: διαολοστέλνω, στέλνω στο διάβολο.

[μσν. διαβολ(ο)- θ. του ουσ. διάβολ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. διαβολο-φορεμένος `που φοράει το διάβολο΄, διαβολό-σκαλα `σκοινένια σκάλα΄· διαολο-: αποβ. του μεσοφ. [v] κατά το διάβολος > διάολος]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες