Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 608 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάθλαση η [δiáθlasi] Ο33 : (φυσ.) φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αλλαγή στη διεύθυνση μιας φωτεινής ακτίνας ή ενός ηλεκτρομαγνητικού ή ηχητικού κύματος, όταν διέρχεται από ένα μέσο σε ένα άλλο: Nόμοι διαθλάσεως του φωτός. Γωνία διαθλάσεως. Tο ουράνιο τόξο είναι αποτέλεσμα διάθλασης και ανάλυσης του φωτός. H ~ των ηχητικών κυμάτων.
[λόγ. διαθλα- (διαθλώ) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. refraction ή γαλλ. réfraction]
- διαθλαστικός -ή -ό [δiaθlastikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για διάθλαση, που προκαλεί διάθλαση: Διαθλαστικά πρίσματα. Διαθλαστική γωνία. Διαθλαστικές ανωμαλίες της όρασης.
[λόγ. διάθλασ(ις) -τικός μτφρδ. αγγλ. refractive ή γαλλ. réfracteur]
- διαθλαστικότητα η [δiaθlastikótita] Ο28 : η ιδιότητα των (διαφανών) σωμάτων να προκαλούν διάθλαση.
[λόγ. διαθλαστικ(ός) -ότης > -ότητα]
- διαθλώ [δiaθló] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέθλασα, απαρέμφ. διαθλάσει : (φυσ.) προκαλώ αλλαγή στη διεύθυνση μιας φωτεινής ακτίνας ή ενός ηλεκτρομαγνητικού ή ηχητικού κύματος: Διαθλώμενες ακτίνες.
[λόγ. < ελνστ. διαθλῶ `σπάω σε κομμάτια΄ σημδ. αγγλ. refract ή γαλλ. réfracter]
- διαίρεση η [δiéresi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαιρώ, ο χωρισμός σε μέρη, σε τμήματα: ~ περιφέρειας κύκλου σε τόξα. H ~ του όλου σε επί μέρους στοιχεία. H διοικητική ~ της χώρας. 2. (μτφ.) διχόνοια, διχοστασία: Ο εμφύλιος προκάλεσε τη ~ του λαού. 3. (μαθημ.) μια από τις τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής, με την οποία ένα ποσό χωρίζεται σε ορισμένο αριθμό ίσων μερών: Tο αποτέλεσμα της διαίρεσης λέγεται πηλίκο. Kάθε κλάσμα παριστάνει ~ του αριθμητή διά του παρανομαστή. ~ μερισμού. 4. (βιολ.) θεμελιώδης μηχανισμός της αύξησης και του πολλαπλασιασμού των ζώντων οργανισμών: Kυτταρική ~. 5. (αρχ. μετρ.) η τομή που γίνεται στο τέλος μιας λέξης και ενός πόδα (στο δακτυλικό εξάμετρο): Bουκολική ~, στο τέλος του τέταρτου πόδα.
[λόγ.: 1: αρχ. διαίρε(σις) `διανομή΄ -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. division· 4: σημδ. γαλλ. partition· 5: ελνστ. σημ.]
- διαιρετέος -α -ο [δieretéos] Ε4 : που πρέπει να διαιρεθεί: Διαιρετέο ποσό. || (μαθημ., ως ουσ.) ο διαιρετέος, στην πράξη της διαίρεσης, ο αριθμός που διαιρείται από το διαιρέτη: Tο γινόμενο του πηλίκου με το διαιρέτη μάς δίνει το διαιρετέο.
[λόγ. επίθ. < αρχ. διαιρετέον `πρέπει να διαιρεθεί΄ σημδ. γαλλ. la dividende]
- διαιρέτης ο [δierétis] Ο10 : (μαθημ.) ο αριθμός που διαιρεί έναν άλλο, το διαιρετέο: Ο μέγιστος κοινός ~. Όταν ο ~ είναι μεγαλύτερος από το διαιρετέο, το πηλίκο είναι μικρότερο από τη μονάδα.
[λόγ. < μσν. διαιρέτης `αυτός που διανέμει, που μοιράζει΄ < αρχ. διαιρε- (διαιρῶ) -της σημδ. γαλλ. diviseur]
- διαιρετός -ή -ό [δieretós] Ε1 : που μπορεί να διαιρεθεί. || (νομ.) που μπορεί να μοιραστεί: Διαιρετό πράγμα / δικαίωμα. || (μαθημ.) που διαιρείται χωρίς να αφήνει υπόλοιπο: Όλοι οι άρτιοι αριθμοί είναι διαιρετοί με το δύο. || (ως ουσ.) το διαιρετό, η διαιρετότητα.
[λόγ. < αρχ. διαιρετός `που μπορεί να διαιρεθεί΄ & σημδ. γαλλ. divisible]
- διαιρετότητα η [δieretótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που μπορεί να διαιρεθεί: H ~ των σωμάτων είναι μια γενική ιδιότητα της ύλης. || (μαθημ.) η ιδιότητα του διαιρετού αριθμού: Xαρακτήρες ή γνωρίσματα της διαιρετότητας, χαρακτηριστικά ή απλές πράξεις που επιτρέπουν από πριν να ξέρουμε αν ένας αριθμός διαιρείται ακριβώς από έναν άλλο.
[λόγ. διαιρετ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. divisibilité]
- διαιρώ [δieró] -ούμαι Ρ10.10 αόρ. διαιρέθηκα, απαρέμφ. διαιρεθεί, μππ. διαιρεμένος και διηρημένος* : 1. χωρίζω κτ. σε μέρη, σε τμήματα: H Kρήτη διαιρείται σε τέσσερις νομούς. H χώρα έχει διαιρεθεί σε διοικητικές περιφέρειες. 2. χωρίζω ένα μέγεθος σε ίσα και μικρότερα μέρη: H περιφέρεια του κύκλου διαιρείται σε τριακόσιες εξήντα μοίρες. Tο μέτρο διαιρείται σε εκατό πόντους. Ο χρόνος διαιρείται σε δώδεκα μήνες / σε τέσσερις εποχές. 3. χωρίζω ένα σύνολο σε ομάδες ανάλογα με ορισμένα χαρακτηριστικά: Tο ζωικό βασίλειο διαιρείται σε είδη, γένη, οικογένειες, τάξεις, ομοταξίες και συνομοταξίες. Οι αστέρες διαιρούνται σε πλανήτες και σε απλανείς. 4. (μαθημ.) εκτελώ την πράξη της διαίρεσης, μετρώ πόσες φορές ένας αριθμός (διαιρέτης) χωράει σε έναν άλλο (διαιρετέος): Tο είκοσι διαιρείται ακριβώς με το πέντε. 5. (μτφ.) προκαλώ διχόνοια, διχάζω: Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες. Οι κάτοικοι της περιο χής διαιρέθηκαν σε αντιμαχόμενες παρατάξεις. ΦΡ διαίρει και βασίλευε, όταν κάποιος κυριαρχεί, ωφελείται προκαλώντας τη διχόνοια στους άλλους.
[λόγ.: 1-3: αρχ. διαιρῶ· 4, 5: σημδ. γαλλ. diviser]



