Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δια
608 εγγραφές [91 - 100]
διαδοχικός -ή -ό [δiaδoxikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαδοχή ή στο διάδοχο: Διαδοχική βασιλεία. 2. (πληθ.) για γεγονότα, πράξεις κτλ. που ακολουθούν το ένα το άλλο, κατά μια τάξη, σειρά· (πρβ. αλλεπάλληλος): Διαδοχικές παραστάσεις / κληρώσεις / περιστροφές / κυβερνήσεις / δονήσεις. διαδοχικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως δέχτηκε ~ τους αρχηγούς των κομμάτων.

[λόγ. διαδοχ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. successif (διαφ. το μσν. διαδοχικός `που ανήκει σε σχολή φιλοσοφική΄)]

διαδοχικότητα η [δiaδoxikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαδοχικού, η εναλλαγή στο χρόνο ή στο χώρο σύμφωνα με μια ορισμένη τάξη ή σειρά.

[λόγ. διαδοχικ(ός) -ότης > -ότητα]

διάδοχος ο [δiáδoxos] Ο19 θηλ. διάδοχος [δiáδoxos] Ο36 : α. αυτός που διαδέχεται ή πρόκειται να διαδεχτεί κπ.: Ο ~ του βρετανικού θρόνου. Οι διάδοχοι του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Όρισε τον ανιψιό του διάδοχο στην επιχείρηση. β. αυτός που συνεχίζει το έργο κάποιου: Εμφανίζεται ως ~ των πρωτεργατών του εργατικού κινήματος. γ. (αρσ., οικ.) ο πρώτος γιος κάποιου: Ύστερα από δυο κορίτσια ήρθε επιτέλους και ο ~.

[λόγ. < ελνστ. διάδοχος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. διάδοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

διάδοχος -η -ο [δiáδoxos] Ε5 : που ακολουθεί, που έρχεται ύστερα από κτ. άλλο (το οποίο προηγήθηκε): Διάδοχη κατάσταση. Διάδοχο πολιτικό σχήμα. || (ως ουσ.) ο διάδοχος*.

[λόγ. < αρχ. διάδοχος]

διαδραματίζω [δiaδramatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. μετέχω ενεργά στην εξέλιξη κάποιου γεγονότος: Οι μεγάλες δυνάμεις διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. 2. (παθ.) συμβαίνω, εξελίσσομαι, εκτυλίσσομαι: Tα γεγονότα διαδραματίστηκαν ως εξής. Στον τόπο του δυστυχήματος διαδραματίστηκαν σκηνές τραγωδίας.

[λόγ. < ελνστ. διαδραματίζω `τελειώνω το παίξιμο θεατρικού έργου΄ σημδ. γαλλ. jouer un rἄle]

διαδρομή η [δiaδromí] Ο29 : 1. η διάνυση μιας απόστασης, η μετάβαση από ένα σημείο σε ένα άλλο και το μεταξύ τους (τοπικό ή χρονικό) διάστημα: H ~ από την Aθήνα στη Θεσσαλονίκη είναι ευχάριστη / απολαυστική / κουραστική. ~ εκατό χιλιομέτρων. Ύστερα από ~ μιας ώρας φτάσαμε στον προορισμό μας. H αξία της διαδρομής είναι χίλιες δραχμές, για ταξί. 2. (μτφ.) ιστορική πορεία, εξέλιξη: H ιστορική ~ του ελληνισμού. 3. (σε αθλητικούς χώρους) στενόμακρη λωρίδα, όπου τρέχει ο καθένας από τους δρομείς.

[λόγ. < αρχ. διαδρομή `τρέξιμο κατά μήκος΄ σημδ. γαλλ. course, parcours, couloir]

διάδρομος ο [δiáδromos] Ο19 : 1α. στενός και μακρύς βοηθητικός χώρος για την ανεξάρτητη επικοινωνία των δωματίων ενός σπιτιού ή των διαμερισμάτων ενός ορόφου: Σκοτεινός / φαρδύς / στενός ~. Δεξιά κι αριστερά από το διάδρομο υπάρχουν δωμάτια. || (επέκτ.) το στενόμακρο χαλί που καλύπτει το διάδρομο. β. μεγάλος κοινόχρηστος χώρος σε δημόσια συνήθ. οικοδομήματα για την ανεξάρτητη επικοινωνία αιθουσών και τμημάτων: Στους διαδρόμους της Bουλής γίνονται πολλές συζητήσεις. Συναντήθηκαν τυχαία στο διάδρομο του δικαστηρίου. γ. (μτφ.) το περιθώριο μιας επίσημης διαδικασίας: Συζητήσεις / φήμες / ψίθυροι των διαδρόμων, για κτ. που γίνεται, που κυκλοφορεί ανεπίσημα στο περιθώριο αυτής της διαδικασίας. 2. στενό και μακρύ πέρασμα ανάμεσα από τις σειρές των καθισμάτων: α. σε αίθουσες θεαμάτων: Είδαμε όλο το έργο όρθιοι στο διάδρομο. β. στα μέσα συγκοινωνίας: Tαξίδεψε καθισμένη σ΄ ένα σκαμνάκι στο διάδρομο του πούλμαν. 3. (σε αεροδρόμιο) ειδικά κατασκευασμένη επιφάνεια (πίστα) για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων: ~ προσγειώσεως / απογειώσεως. || ~ εναέριας κυκλοφορίας, σαφώς καθορισμένη πορεία αεροπλάνων (για τον εθνικό ή το διεθνή εναέριο χώρο)· αεροδιάδρομος. 4. (σε αθλητικούς χώρους) στενόμακρη λωρίδα, όπου τρέχει ο καθένας από τους δρομείς: Ο Έλληνας πρωταθλητής τρέχει στον τρίτο διάδρομο. 5. πέρασμα, διέξοδος: Mε δυσκολία άνοιξαν ένα διάδρομο ανάμεσα από τον κόσμο, για να περάσει το ασθενοφόρο. 6. στενή διέξοδος ενός κράτους προς τη θάλασσα, που περνάει μέσα από ένα άλλο όμορο κράτος.

[λόγ. < ελνστ. ουσ. διάδρομος `πέρασμα΄ < αρχ. επίθ. διάδρομος `που τρέχει πάνω κάτω΄ σημδ. γαλλ. corridor & συν. couloir]

διαζευγμένος -η -ο [δiazevγménos] Ε3 : που έχει λύσει το γάμο του, που έχει χωρίσει με διαζύγιο.

[λόγ. < αρχ. διεζευγμένος `που έχει χωριστεί΄ μππ. του ρ. διαζεύγνυμι σημδ. γαλλ. divorcé (διε- > δια- για προσαρμ. στη δημοτ.)]

διαζευκτήριο το [δiazefktírio] Ο40 : έγγραφο που πιστοποιεί τη λύση ενός γάμου.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διαζευκτήριος (ενν. έγγρα φον) < ελνστ. διαζευκ- (διαζευγνύω) `χωρίζω κτ.΄ -τήριος]

διαζευκτικός -ή -ό [δiazefktikós] Ε1 : (λογ.) που παρουσιάζει ως εξίσου δυνατές δύο διαφορετικές επιλογές (και που η υιοθέτηση της μιας αποκλείει εν μέρει ή εν όλω την άλλη): Tο δίλημμα είναι ένας ~ συλλογισμός. Διαζευκτική πρόταση / λύση. || (γραμμ.) διαζευκτικοί σύνδεσμοι, οι διαχωριστικοί συνδεσμοι: Οι σύνδεσμοιή” και “είτε” είναι διαζευκτικοί. διαζευκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διαζευκτικός]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες