Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαφημίζω [δiafimízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τη βοήθεια των μέσων μαζικής επικοινωνίας κάνω γνωστή την ύπαρξη ενός οικονομικού αγαθού και προβάλλω τις ιδιότητες και τα πλεονεκτήματά του, με σκοπό την εμπορική του επιτυχία: Οι επιχειρήσεις δαπανούν μεγάλα ποσά, για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους. Στην τηλεόραση διαφημίζουν ένα καινούριο απορρυπαντικό / τα καταστήματα που έχουν προσφορές. Θεατρικό έργο που διαφημίστηκε πολύ, για το οποίο έγιναν πολύ καλές κριτικές. || (παθ.) διαφημίζω τα προϊόντα μου ή τις υπηρεσίες που προσφέρω: Οι εταιρείες αυτοκινήτων / τα τουριστικά γραφεία διαφημίζονται πολύ στις εφημερίδες και στα περιοδικά. 2. προβάλλω δημόσια ή σε έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων τα προσόντα, τις ικανότητες ή τις επιτυχίες κάποιου, (συχνά επικριτικά ή ειρωνικά, όταν οι έπαινοι είναι υπερβολικοί ή στομφώδεις): H κυβέρνηση διαφημίζει το έργο της με κάθε τρόπο. Όπου πάει διαφημίζει τις αρετές των παιδιών της.
[λόγ. < ελνστ. διαφημίζω `κάνω ευρύτερα γνωστό΄]