Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαφήμιση
1 item total
διαφήμιση η [δiafímisi] Ο33 : 1α. η ενέργεια του διαφημίζω1, η χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας για να γίνει γνωστό στους καταναλωτές ένα οικονομικό αγαθό, με σκοπό την εμπορική του επιτυχία: Εταιρεία που αναλαμβάνει τη ~ προϊόντων ή υπηρεσιών από το ραδιόφωνο / την τηλεόραση / τις εφημερίδες / τα περιοδικά. ~ με αφίσες / με φωτεινές επιγραφές. Aπαγορεύεται η ~ των τσιγάρων στην τηλεόραση. Tμήμα διαφήμισης, σε μια επιχείρηση, εταιρεία κτλ. Aσχολείται με τη ~. Σπουδάζει ~. ΦΡ γκρίζα* ~. λευκή* ~. || Πολιτική ~, με την οποία τα κόμματα προσπαθούν να κερδίσουν την ψήφο των πολιτών σε προεκλογική περίοδο. β. ταινία, αφίσα ή οποιοδήποτε άλλο οπτικό ή ηχητικό μέσο με το οποίο γίνεται η διαφήμιση: H τηλεόραση έχει / βάζει πολλές διαφημίσεις. Οι πολλές διαφημίσεις κουράζουν τον τηλεθεατή. Άκουσα μια ωραία / μια έξυπνη ~ στο ραδιόφωνο. 2. (σπάν.) συχνά επικριτικά ή ειρωνικά, η προβολή των ικανοτήτων και των προσόντων ενός ατόμου: Kάνει μεγάλη ~ στους συνεργάτες του / στο γιο του. Είναι σεμνός άνθρωπος και δεν του αρέσει να κάνει ~ του έργου του.

[λόγ. διαφημι- (διαφημίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go