Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατροφικός
1 εγγραφή
διατροφικός -ή -ό [δiatrofikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διατροφή: Έρευνα για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών.

[λόγ. διατροφ(ή) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες