Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατάσσω -ομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
διατάσσω 2 -ομαι : κάνω διάταξη 2 ιδίως των στοιχείων ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. διατάσσω]

διατάσσω 1 [δiatáso] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχθηκα, απαρέμφ. διαταχθεί : διατάζω. (έκφρ.) αποφασίζομεν και διατάσσομεν, για συμπεριφορά αυταρχικού καθεστώτος ή ηγέτη και με επέκταση αυταρχικού ανθρώπου.

[λόγ. < ελνστ. διατάσσω, αρχ. σημ.: `ορίζω την τάξη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες