Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διασκευή η [δiaskeví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκευάζω: Ραδιοφωνική ~ ενός θεατρικού έργου.
[λόγ. < ελνστ. διασκευή `νέα έκδοση΄ σημδ. γαλλ. arrangement]