Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διανέμω
1 εγγραφή
διανέμω [δianémo] -ομαι Ρ αόρ. διένειμα, απαρέμφ. διανείμει, παθ. αόρ. διανεμήθηκα, απαρέμφ. διανεμηθεί, μππ. διανεμημένος : (λόγ.) κάνω διανομή, μοιράζω: Διένειμε την περιουσία του στους φτωχούς. Θα διανεμηθούν δώρα σε ορφανά παιδιά.

[λόγ. < αρχ. διανέμω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες