Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διανέμω [δianémo] -ομαι Ρ αόρ. διένειμα, απαρέμφ. διανείμει, παθ. αόρ. διανεμήθηκα, απαρέμφ. διανεμηθεί, μππ. διανεμημένος : (λόγ.) κάνω διανομή, μοιράζω: Διένειμε την περιουσία του στους φτωχούς. Θα διανεμηθούν δώρα σε ορφανά παιδιά.
[λόγ. < αρχ. διανέμω]



