Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαλλακτικότητα η [δialaktikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαλλακτικού, η διάθεση για συμβιβασμό και συνεννόηση. ANT αδιαλλαξία: Εάν οι αντίπαλες δυνάμεις επιδείξουν ~, θα αποφύγουν την ένοπλη σύγκρουση. Δείξε λίγη ~ και μην οδηγείς την κατάσταση στα άκρα.
[λόγ. διαλλακτικ(ός) -ότης > -ότητα]



