Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακινώ
1 εγγραφή
διακινώ [δiakinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. μεταφέρω εμπορεύματα ή άλλα οικονομικά αγαθά από τόπο σε τόπο: Aπό τα ελληνικά λιμάνια διακινούνται προϊόντα προς τις αραβικές χώρες. || διανέμω, διαθέτω κάποιο εμπόρευμα: Λαθρέμποροι διακίνησαν στην ελληνική αγορά μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών. β. (για πνευματικά αγαθά) διαδίδω: Οι ιδέες διακινούνται σε όλον τον κόσμο. 2. μεταφέρω επιβάτες: Οι σιδηρόδρομοι διακινούν με ασφάλεια επιβάτες προς και από όλες τις χώρες της Ευρώπης. || (παθ.) μετακινούμαι: Στο κέντρο της πόλης διακινούνται χιλιάδες πολίτες.

[λόγ. < αρχ. διακινῶ `κινώ, ταράζω΄, μσν. σημ.: `κουνώ πέρα δώθε΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες