Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαιρετέος -α -ο [δieretéos] Ε4 : που πρέπει να διαιρεθεί: Διαιρετέο ποσό. || (μαθημ., ως ουσ.) ο διαιρετέος, στην πράξη της διαίρεσης, ο αριθμός που διαιρείται από το διαιρέτη: Tο γινόμενο του πηλίκου με το διαιρέτη μάς δίνει το διαιρετέο.
[λόγ. επίθ. < αρχ. διαιρετέον `πρέπει να διαιρεθεί΄ σημδ. γαλλ. la dividende]



