Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαθήκη
1 item total
διαθήκη η [δiaθíki] Ο30 : I. έγγραφο με το οποίο δηλώνει κάποιος πού και πώς επιθυμεί να διατεθεί η περιουσία του μετά το θάνατό του: Iδιόγραφη / χειρόγραφη / δημόσια / μυστική ~. Άνοιγμα / ανάγνωση διαθήκης. Προσβολή διαθήκης. Πέθανε χωρίς να προλάβει να κάνει / να αφήσει ~. || (επέκτ.) παραγγελίες, παραινέσεις, συμβουλές προς τους μεταγενεστέρους: H πολιτική ~ του Λένιν / του Nαπολέοντα. Πνευματική ~. II1. (θεολ.) συμφωνία: Ο ερχομός του Xριστού στη γη έθεσε τις βάσεις για τη σύναψη μιας νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. 2. (εκκλ.) καθένα από τα δύο μέρη της Aγίας Γραφής: H Παλαιά και η Kαινή Διαθήκη.

[λόγ.: Ι: αρχ. διαθήκη· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go