Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαβιβάζω [δiavivázo] -ομαι Ρ2.1 : στέλνω, μεταδίδω σε κπ. ένα μήνυμα μέσο ενός τρίτου: ~ σε κπ. τις ευχές / τις ευχαριστίες μου. Παρακαλώ να του διαβιβάσετε τους χαιρετισμούς μου. || στέλνω κτ. κάπου μέσο μιας οδού, συνήθ. υπηρεσιακής: Tο έγγραφό σας διαβιβάστηκε στο αρμόδιο υπουργείο. H αίτησή σας θα διαβιβαστεί υπηρεσιακώς.
[λόγ. < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω ανθρώπους΄ σημδ. γαλλ. transmettre]



