Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διά
608 εγγραφές [501 - 510]
διατεθειμένος -η -ο [δiateθiménos] Ε3 μππ. του διαθέτω : (για πρόσ.) α. που είναι πρόθυμος, που δέχεται να κάνει κτ.: Δεν είμαι ~ να σε πληρώσω. β. (με επίρρ.): Είναι κάποιος ~ φιλικά / εχθρικά απέναντι σε κπ. / κτ., αισθάνεται φιλία / έχθρα γι΄ αυτόν.

[λόγ.: β: αρχ. διατεθειμένος μππ. του ρ. διατίθημι· α: σημδ. γαλλ. être disposé]

διατείνομαι [δiatínome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) ισχυρίζομαι: Διατείνεται ότι δε γνωρίζει το δράστη / ότι είναι αθώος.

[λόγ. < αρχ. διατείνομαι]

διατείχισμα το [δiatíxizma] Ο49 : εγκάρσιος τοίχος σε τάφρους, για να συγκρατεί τα νερά της βροχής.

[λόγ. < αρχ. διατείχισμα]

διατελέσας -ασα -αν [δiatelésas] Ε12δ : (λόγ., για πρόσ.) που στο παρελθόν κατείχε κάποιο αξίωμα: Οι διατελέσαντες πρυτάνεις του πανεπιστημίου. Οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί της Ελλάδος μετά τη δικτατορία.

[λόγ. μτχ. αορ. του ρ. διατελώ]

διατελώ [δiateló] Ρ10.5α αόρ. διετέλεσα και (σπάν.) διατέλεσα, απαρέμφ. διατελέσει : (λόγ., για πρόσ.) α. είμαι, βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση: ~ σε κατάσταση μέθης, είμαι μεθυσμένος. β. (στο αορ. θ., συνήθ. για ορισμένο αξίωμα)· ήμουν, υπήρξα: Διετέλεσε κάποιος πρωθυπουργός / υπουργός / νομάρχης.

[λόγ. < αρχ. διατελῶ `περνώ τη ζωή μου΄]

διατεταγμένος 1 -η -ο [δiatetaγménos] Ε3 : (λόγ.) που με κάποια διαταγή, διάταξη έχει ορισθεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί: Διατεταγμένη υπηρεσία.

[λόγ. < διατεταγμένος 2 κατά τη σημ. του διατάσσω 1 & σημδ. γαλλ. commandé]

διατεταγμένος 2 -η -ο : (λόγ.) (ιδίως για τα στοιχεία ενός συνόλου) που είναι τοποθετημένος συνήθ. βάσει ορισμένου σχεδίου. || (μαθημ.): Διατεταγμένο σώμα / ζεύγος.

[λόγ. < αρχ. διατεταγμένος μππ. του ρ. διατάσσω]

διατήρηση η [δiatírisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διατηρώ: ~ της γλώσσας / της θρησκείας. ~ σχέσεων με κπ. Εμπιστευθείτε σ΄ εμάς τη ~ της ομορφιάς σας. || (φυσ.) ~ της μάζας / της ενέργειας.

[λόγ. < ελνστ. διατήρη(σις) -ση]

διατηρητέος -α -ο [δiatiritéos] Ε4 : που επίσημα έχει αποφασιστεί να διατηρηθεί, να προστατευθεί από κάθε φθορά: Διατηρητέο μνημείο. Ολόκληρη περιοχή της πόλης χαρακτηρίστηκε διατηρητέα. || (ως ουσ.) το διατηρητέο, κτίσμα που έχει κριθεί διατηρητέο: Tα διατηρητέα της Θεσσαλονίκης.

[λόγ. διατηρη- (διατηρώ) -τέος]

διατηρώ [δiatiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. κρατώ κτ. σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή: Aρχαία μνημεία που διατηρούνται ακόμα. Tα χρώματα στους τοίχους διατηρούνται ακόμη ζωηρά. Mε τη γυμναστική το σώμα διατηρεί την ελαστικότητά του. Tροφές που διατηρούν τον άνθρωπο νέο / υγιή. Διατηρεί κάποιος την ομορφιά του. || (ιδίως για τροφές) προστατεύω από την αλλοίωση: Διατηρούμε τα τρόφιμα στο ψυγείο. Διατηρημένες τροφές. || ~ κπ. στη ζωή με τεχνητά μέσα. β. (παθ. για πρόσ.) βρίσκομαι σε καλή σωματική και πνευματική κατάσταση: Διατηρείται πολύ καλά παρά την ηλικία του. 2. κάνω κτ. να διαρκεί, δεν το αφήνω να χαθεί: ~ σχέσεις με κπ. / αναμνήσεις από κτ. Yπόδουλοι λαοί που διατηρούν τη γλώσσα και τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμά τους. || H αντίπαλη ομάδα διατήρησε την υπεροχή σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. 3α. εξακολουθώ να έχω κτ.: Έγινε βουλευτής, αλλά διατηρεί και τη θέση του στο πανεπιστήμιο. ~ ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την ορθοτητα των συμπερασμάτων σας. Διατηρεί κάποιος την ψυχραιμία / το θάρρος / το χιούμορ του. β. έχω τη δυνατότητα, κυρίως την οικονομική, να χρησιμοποιώ κτ. επιπλέον: Παντρεμένος που διατηρεί γκαρσονιέρα. Διατηρεί και γραφείο στο κέντρο της πόλης.

[λόγ. < αρχ. διατηρῶ & σημδ. γαλλ. conserver & αγγλ. preserve]

< Προηγούμενο   1... 49 50 [51] 52 53 ...61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες