Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάρροια
1 εγγραφή
διάρροια η [δiária] Ο27 : (ιατρ.) εντερική ανωμαλία που εκδηλώνεται με συχνές υδαρείς κενώσεις· ευκοιλιότητα: Έπαθε / έχει κάποιος ~.

[λόγ. < αρχ. διάρροια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες