Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
102 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δήμευση η [δímefsi] Ο33 : η κατάσχεση από το δημόσιο (μέρους ή όλου) των περιουσιακών στοιχείων, που επιβάλλεται σε κπ. ως ποινή σε ορισμένες περιπτώσεις· (πρβ. απαλλοτρίωση): Tου επιβλήθηκε αφαίρεση της ιθαγένειας και ~ της περιουσίας του.
[λόγ. < αρχ. δήμευ(σις) -ση]
- δημευτικός -ή -ό [δimeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στη δήμευση ή την επιβάλλει: ~ νόμος.
[λόγ. δημεύ(ω) -τικός]
- δημεύω [δimévo] -ομαι Ρ5.1 : επιβάλλω, ως δημόσιο, σε κπ. την ποινή της αφαίρεσης (μέρους ή του συνόλου) των περιουσιακών του στοιχείων· (πρβ. απαλλοτριώνω): Aπελάθηκε ως κατάσκοπος και δημεύτηκε η περιουσία του.
[λόγ. < αρχ. δημεύω]
- δημηγορία η [δimiγoría] Ο25 : ρητορικός λόγος, κυρίως πολιτικός, που εκφωνούνταν δημόσια: Οι δημηγορίες του Θουκυδίδη, λόγοι πολιτικών ανδρών που περιέχονται στο ιστορικό έργο του Θουκυδίδη.
[λόγ. < αρχ. δημηγορία]
- δημηγορικός -ή -ό [δimiγorikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δημηγορία: ~ λόγος.
[λόγ. < αρχ. δημηγορικός]
- δημηγορώ [δimiγoró] Ρ10.9α : εκφωνώ δημόσια ρητορικό λόγο, κυρίως πολιτικό.
[λόγ. < αρχ. δημηγορῶ]
- Δημήτρια τα [δimítria] Ο40 : κύκλος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται κάθε Οκτώβριο στη Θεσσαλονίκη.
[λόγ. (Άγιος) Δημήτρ(ιος) (όν. του πολιούχου της Θεσσαλονίκης) -ια 3 (διαφ. το ελνστ. τά Δημήτρια `γιορτή προς τιμή της θεάς Δήμητρας΄)]
- δημητριακός -ή -ό [δimitriakós] Ε1 : κυρίως ως ουσ. τα δημητριακά, ονομασία φυτών και των σπόρων τους, οι οποίοι αποτελούν βασικό είδος διατροφής για τους ανθρώπους και για ορισμένα (κατοικίδια κυρ.) ζώα: Kαλλιέργεια δημητριακών. Kυριότερα δημητριακά είναι το σιτάρι, το κριθάρι, η σίκαλη, η βρόμη, το καλαμπόκι, το ρύζι. Εισαγωγή / εξαγωγή δημητριακών. || (ως επίθ.): Δημητριακοί καρποί ή δημητριακά προϊόντα, τα δημητριακά.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. δημητριακά (ενν. σπέρματα)]
- δήμιος ο [δímios] Ο19 : 1. αυτός ο οποίος εκτελεί τις θανατικές ποινές που επιβάλλει η πολιτεία: Ο ~ πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του κατάδικου. || (επέκτ.) αυτός που σχεδιάζει, που αποφασίζει (ή και εκτελεί) το θάνατο, τον αφανισμό άλλων: Ο Xίτλερ υπήρξε ο ~ του εβραϊκού λαού. 2. (μτφ.) α. αυτός που κακομεταχειρίζεται, που βασανίζει κπ.· ο βασανιστής. β. ο φονιάς.
[λόγ.: 1: αρχ. δήμιος (ενν. δοῦλος) `δούλος επιφορτισμένος με εκτελέσεις΄· 2: σημδ. γαλλ. bourreau]
- δημιούργημα το [δimiúrjima] Ο49 : το αποτέλεσμα του δημιουργώ, αυτό που δημιουργεί κάποιος ή κτ.: Ο άνθρωπος είναι ~ του Θεού. Tα δημιουργήματα του ανθρώπου. Ένα τεχνικό / επιστημονικό / καλλιτεχνικό ~. Kαμαρώνει (για) τα δημιουργήματά του. ~ της τύχης / της φαντασίας, για κτ. τυχαίο, φανταστικό. || (για πρόσ.) για κπ. που οφείλει ό,τι είναι ή ό,τι έχει κάνει σε κπ. άλλο: Ο αθλητής είναι ~ του προπονητή του.
[λόγ. < ελνστ. δημιούργημα]