Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοτικό
3 εγγραφές [1 - 3]
δημοτικό το [δimotikó] Ο38 : η πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης, το σχολείο που παρέχει την πρωτοβάθμια στοιχειώδη εκπαίδευση: Πηγαίνει στο ~. Tελείωσε το ~. Mαθητής / τελειόφοιτος δημοτικού.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. δημοτικός (ενν. σχολείον) μτφρδ. γερμ. Volksschule (για αποφυγή της χρήσης της λ. λαϊκόν)]

δημοτικός -ή -ό [δimotikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το λαό, που έχει δημιουργηθεί ή προέρχεται από αυτόν: Δημοτικοί χοροί. Δημοτικά τραγούδια. Δημοτική γλώσσα, η δημοτική. || Δημοτικό σχολείο, στο οποίο κυρίως παρέχεται η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. β. που ανήκει στη δημοτική γλώσσα: Δημοτικοί τύποι. γ. που έχει σχέση με το δημοτικό σχολείο: Δημοτική εκπαίδευση, η πρωτοβάθμια. 2. που έχει σχέση με το δήμο, τη μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης: Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο. Δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Δημοτικοί φόροι. Δημοτική επιχείρηση / περιουσία. ~ υπάλληλος. Δημοτικό θέατρο / νοσοκομείο. Δημοτική βιβλιοθήκη. Δημοτικό μέγαρο, δημαρχείο.

[λόγ.: 2: αρχ. δημοτικός (< δημότης)· 1α: αρχ. δημοτικός `σε κοινή χρήση΄ (δημοτικά τραγούδια: μτφρδ. γερμ. Volkslieder)· 1β: δημο τ(ική) -ικός· 1γ: κατά το δημοτικό σχολείο]

δημοτικότητα η [δimotikótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι αγαπητός, αρεστός, συμπαθής στο κοινό: Aνέβηκε / έπεσε η ~ του πρωθυπουργού. Mειώνεται συνεχώς η ~ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

[λόγ. δημοτικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. popularité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες