Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοδιδασκαλικός
1 εγγραφή
δημοδιδασκαλικός -ή -ό [δimoδiδaskalikós] Ε1 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο δημοδιδάσκαλο, διδασκαλικός.

[λόγ. δημοδιδάσκα λ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες