Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημιουργικός -ή -ό
1 εγγραφή
δημιουργικός -ή -ό [δimiurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημιουργία, ιδίως την εμπνευσμένη ή την πρωτότυπη, και κυρίως που χαρακτηρίζεται από αυτήν: ~ άνθρωπος / νους. Δημιουργική ικανότητα / φαντασία / διάθεση. Δημιουργική εργασία / απασχόληση / μάθηση. δημιουργικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. Xρησιμοποιεί ~ τις γνώσεις του.

[λόγ. < ελνστ. δημιουργικός, αρχ. σημ.: `που ανήκει σε τεχνίτη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες