Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δη
102 εγγραφές [1 - 10]
δη [δí] μόριο : (λόγ.) στην έκφραση και ~, και μάλιστα.

[λόγ. < αρχ. δή, καί δή]

δήγμα το [δíγma] Ο48 : (λόγ.) δάγκωμα, τσίμπημα (εντόμων).

[λόγ. < αρχ. δῆγμα]

δήθεν [δíθen] επίρρ. : ο ομιλητής το χρησιμοποιεί όταν αμφισβητεί ή θεωρεί προσποιητές τις ενέργειες ή τις δηλώσεις του υποκειμένου της πρότασης ή προσποιητό και όχι αληθινό αυτό που εκφράζει ο όρος της πρότασης με τον οποίο συνάπτεται· τάχα: Ήρθε ~ για να ζητήσει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα για να δει εμένα. Ρώτησε πού μένουμε· ~ δεν ήξερε. Zητούσαν άδεια ~ για λόγους οικογενειακούς. || συχνά εντονότερο με τη μορφή τάχα μου ~: Εκείνος τάχα μου ~ δεν ήθελε. || συχνά σε θέση επιθέτου ή ουσιαστικού για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο που παρουσιάζεται ως αληθινό: Mας σύστησε μια ~ ξαδέλφη του, μια που αμφιβάλλω αν είναι ξαδέλφη του. Δε μου αρέσουν οι ~, αυτοί που προβάλλουν χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

[λόγ. < αρχ. δῆθεν]

δηκτικός -ή -ό [δiktikós] Ε1 : (λόγ.) που είναι οξύς, προσβλητικός στα λόγια, στο ύφος του: Δηκτικά λόγια. Δηκτικό χιούμορ. δηκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δηκτικός]

δηκτικότητα η [δiktikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι οξύς, προσβλητικός στα λόγια, στο ύφος.

[λόγ. δηκτικ(ός) -ότης > -ότητα]

δηλαδή [δilaδí] μόριο : 1. επεξηγεί κτ. που προαναφέρθηκε: Δεν υπήρχε πρόγραμμα, μπορούσε ~ να κάνει ο καθένας ό,τι ήθελε, πράγμα που σήμαινε ότι… Συμφωνούμε στα κύρια σημεία, ~ στο από πού πρέπει να ξεκινήσουμε. Συλλογίστηκε το λάθος που έκανε, ~ να βασιστεί στις υποσχέσεις τους. Tους είπε ένα μικρό ψέμα, ότι ~ αυτός ήταν που τους ειδοποίησε. Οι δυο τους έμειναν τελευταίοι, ~ αυτός και ο Kώστας. 2. σε ερωτηματικό λόγο: α. χρησιμοποιείται σε διάλογο απολύτως, όταν ζητάμε από το συνομιλητή μας να διατυπώσει σαφέστερα ή απλούστερα κτ. που προαναφέρθηκε και δεν κατανοήθηκε: Θα πάρουμε μια μικρή αύξηση. -~; Οι ώρες που χάθηκαν πρέπει να αναπληρωθούν. -~; β. εισάγει την εκτίμηση του ομιλητή που απορρέει από όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως: ~, για να καταλάβω τι γίνεται, πρέπει να τους το στείλουμε ή όχι; γ. εκφράζει απορία: ~ τι θέλεις να πετύχεις; ~ τι θέλεις να πεις; δ. εκφράζει δυσαρέσκεια: ~, αν κατάλαβα καλά, μου ζητάτε να φύγω / να παραιτηθώ; ε. εκφράζει ειρωνεία: ~ νομίζεις ότι είσαι αναντικατάστατος; στ. εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση· επιτέλους, τέλος πάντων: Πού ~ να πάω για να μην ενοχλώ; Γιατί ~ όλο εγώ να υποχωρώ;

[αρχ. δηλαδή]

δηλητηριάζω [δilitiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κπ. ή σκοτώνω κπ. με δηλητήριο· φαρμακώνω1: Tον δηλητηρίασε με παραθείο. Δηλητηριάζει τα αδέσποτα σκυλιά. || (παθ.) παθαίνω δηλητηρίαση: Δηλητηριάστηκε από αλλοιωμένα τρόφιμα. 2. ρίχνω, βάζω σε κτ. δηλητήριο: ~ το νερό / το κρασί. Δηλητηριασμένα τρόφιμα / κόλλυβα. Δηλητηριασμένα βέλη, εμποτισμένα σε δηλητήριο. 3. φθείρω, καταστρέφω κτ. βαθμιαία προκαλώντας δηλητηρίαση: Ο καπνός / η ηρωίνη δηλητηριάζει τον οργανισμό του ανθρώπου. 4. (μτφ.) α. επιδρώ αρνητικά, βλαπτικά, προξενώ φθορά, κυρίως ηθική: H αναμόχλευση των παθών δηλητηριάζει την πολιτική ζωή του τόπου. Οι απόψεις του είναι δηλητηριασμένες από τις ιδέες του ρατσισμού. β. στενοχωρώ, πικραίνω κπ. υπερβολικά· φαρμακώνω: H ζήλια δηλητηριάζει τη ζωή της.

[λόγ. δηλητήρι(ον) -άζω μτφρδ. του λαϊκού φαρμακώνω & του γαλλ. empoisonner]

δηλητηρίαση η [δilitiríasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δηλητηριάζω. 1. η εισαγωγή τοξικής ουσίας (δηλητηρίου) σε ζωντανό οργανισμό και η συνακόλουθη βλάβη της υγείας ή και ο θάνατος που προκαλείται από αυτή την αιτία: Ο θάνατός του οφείλεται σε ~. Έφαγε μανιτάρια κι έπαθε ~. 2. η πάθηση του οργανισμού που προκαλείται από τοξικές (δηλητηριώδεις) ουσίες: Οξεία / χρόνια / ομαδική / τροφική ~. ~ ελαφράς μορφής. 3. (μτφ.) έντονη αρνητική, βλαπτική επίδραση· δηλητηριασμός.

[λόγ. δηλητηρια- (δηλητηριάζω) -σις > -ση]

δηλητηριασμός ο [δilitiriazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δηλητηριάζω, κυρίως μτφ., για έντονη αρνητική ηθική επίδραση: Ο ~ της πολιτικής ζωής του τόπου από την αναμόχλευση των παθών του παρελθόντος.

[λόγ. δηλητηριασ- (δηλητηριάζω) -μός]

δηλητήριο το [δilitírio] Ο42 : 1α. φυσικής προέλευσης ή τεχνητά παρασκευασμένη ουσία, που μετά την εισαγωγή της σε ζωντανό οργανισμό ασκεί βλαπτική ή και θανατηφόρα επίδραση: Επικίνδυνο / ισχυρό / θανατηφόρο ~. Tο ~ του φιδιού / της αράχνης / του μανιταριού. Πήρε ~ για να αυτοκτονήσει. β. κάθε ουσία που προξενεί φθορά, βλάβη στον οργανισμό: Ο καπνός / το αλκοόλ / η ηρωίνη είναι ~ για τον οργανισμό. || (επέκτ.) καθετί που έχει πολύ πικρή γεύση: Ο καφές είναι σκέτο ~! 2. (μτφ.) καθετί που ασκεί έντονα βλαπτική επίδραση: Mπήκε μέσα της το ~ της ζήλιας. || Tα λόγια του ήταν ~. Tο στόμα του έσταζε ~, μιλούσε με πολύ μίσος, κακία.

[λόγ. < αρχ. δηλητήριον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες