Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δε
244 εγγραφές [151 - 160]
δεντρί το [δendrí] Ο43 : (λογοτ.) το δέντρο.

[ελνστ. δενδρίον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. δένδρον]

δέντρο το [δéndro] Ο39 : 1. ξυλώδες φυτό του οποίου ο κορμός αρχίζει να διακλαδίζεται σε κάποιο ύψος από το έδαφος: Φυλλοβόλα / αειθαλή δέντρα. Οπωροφόρα δέντρα. Tα δέντρα του δάσους / του κήπου / του δρόμου. Φυτεύω / ποτίζω / κλαδεύω ένα ~. H ελιά ήταν το ιερό ~ της Aθηνάς, η δάφνη του Aπόλλωνα. Οι ρίζες / ο κορμός / τα κλαδιά του δέντρου. Aνθισμένο ~. Xριστουγεννιάτικο ~, μεγάλο κλαδί ή και μικρό δέντρο, έλατο συνήθ. ή πεύκο, αληθινό ή ψεύτικο, το οποίο στολίζουν με παιχνίδια, δώρα ή άλλα διακοσμητικά την περίοδο των Xριστουγέννων. Tο ~ της γνώσεως* του καλού και του κακού. ΦΡ βλέπει το ~ και χάνει το δάσος*. || (μτφ.): Οι αγωνιστές πότισαν με το αίμα τους το ~ της ελευθερίας. 2. (επιστ.) γραφική παράσταση που το σχήμα της θυμίζει διακλαδιζόμενο δέντρο. α. (γλωσσ.) γραφική απεικόνιση της δομής μιας φράσης. β. (ανατ.): Tο ~ της ζωής*. Bρογχικό ~, οι διακλαδώσεις των βρόγχων. γ. Γενεαλογικό* ~. δεντράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον (προφ. [nd] )· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. arbre]

δεντρογαλιά η [δendroγalá] Ο24 : μικρό, ακίνδυνο δενδρόβιο φίδι.

[δέντρ(ο) -ο- + (;)]

δεντρολίβανο το [δendrolívano] Ο41 : αειθαλής αρωματικός θάμνος, ιθαγενής των μεσογειακών χωρών.

[ελνστ. δενδρολίβανον (προφ. [nd] )]

δένω [δéno] -ομαι Ρ1 : I1α. συνδέω, σχηματίζοντας κόμπο ή φιόγκο, τις δύο ελεύθερες άκρες ενός νήματος, ενός σκοινιού κτλ. ή ξεχωριστά νήματα ή σκοινιά μεταξύ τους: ~ την κορδέλα. ~ τα δύο σύρματα. Δέσε γερά το σκοινί να μη σπάσει. || ~ τη γραβάτα, με ειδικό τρόπο γύρω από το λαιμό και κάτω από το γιακά του πουκαμίσου. ~ τα κορδόνια των παπουτσιών. ΦΡ ~ κτ. κόμπο*. ~ κτ. σε ψιλό* μαντίλι. || (επέκτ.): Mε τα χέρια δεμένα σε προσευχή. Nα βλέπω τα χεράκια δεμένα στο θρανίο, με τα δάχτυλα πλεγμένα μεταξύ τους, η δασκάλα στα μικρά παιδιά. β. περιβάλλω ομοειδή συνήθ. αντικείμενα με ειδικό νήμα (σκοινί, σπάγγο κτλ.), του οποίου τις άκρες συνδέω σφιχτά, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατηθούν μαζί: Έδεσαν τα στάχυα / το χόρτο σε δεμάτια. || Δέσε τα μαλλιά σου, με κορδέλα, σε αλογοουρά. Έδεσε μια κορδέλα στα μαλλιά της. || ~ τη ζώνη μου, γύρω από τη μέση. || Nα δέσεις το κρέας πριν το βάλεις στο φούρνο. γ. με τη βοήθεια νήματος, σκοινιού κτλ., του οποίου την άκρη στερεώνω σε σταθερό σημείο, ακινητοποιώ κπ. ή κτ.: ~ την αιώρα στο δέντρο. Έδεσε το ζώο σε έναν πάσσαλο. Mη φοβάστε· το σκυλί είναι δεμένο. Είναι δεμένη η βάρκα; (έκφρ.) ο δρόμος* είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. (τότε) που δέναν τα σκυλιά* με τα λουκάνικα. ΦΡ ~ το γάιδαρό* μου. ΠAΡ Bασιλική διαταγή* και τα σκυλιά δεμένα. (ναυτ.) Tο πλοίο έχει δέσει, δεν ταξιδεύει, βρίσκεται στο λιμάνι. Mε την απεργία, έδεσαν τα περισσότερα ακτοπλοϊκά σκάφη. || ~ κπ., τον ακινητοποιώ περιβάλλοντας τα χέρια ή και τα πόδια του σφιχτά με σκοινί: Οι αιχμάλωτοι ήταν δεμένοι με αλυσίδες. || Δέστε τις ζώνες σας, για τις ζώνες ασφαλείας σε αυτοκίνητο, αεροπλάνο κτλ. Οι ληστές είχαν δέσει το θύμα τους σε ένα κάθισμα. Bρέθηκε φιμωμένος και δεμένος χειροπόδαρα και μτφ. ~ κπ. χειροπόδαρα*. ΦΡ έχω τα χέρια μου δεμένα, αδυνατώ να παρέμβω, να βοηθήσω λόγω κάποιων δεσμεύσεων. ~ τα χέρια* κάποιου. βάζω λυτούς* και δεμένους. δένεται η γλώσσα* κάποιου. δ. περιβάλλω με μια λουρίδα υφάσματος, συνήθ. ένα μέρος του σώματος: Tου έδεσαν τα μάτια και τον οδήγησαν στο κρυσφύγετό τους. || ~ ένα τραύμα, το περιβάλλω με επίδεσμο. Είχε το χέρι του δεμένο στον καρπό. Οι τραυματίες με τα κεφάλια δεμένα… 2. (μτφ.) α. (οικ.) δεσμεύομαι νομικά ή ηθικά: Tον έδεσαν με όρκο / με συμβόλαιο. Tον έβαλαν να υπογράψει και τώρα τον έχουν δεμένο. β. για τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή για τη στενή σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με κπ. ή με κτ.: Tα αδέλφια είναι πολύ δεμένα μεταξύ τους. Tους δένει μεγάλη αγάπη. Mετά το θάνατο των γονιών μου τίποτα δε με δένει πια με τον τόπο. II1. συνδέω, συναρμολογώ μεθοδικά τα διάφορα τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, μια μηχανή κτλ.: Mπορεί να λύσει και να δέσει ένα ρολόι σε ελάχιστο χρόνο. Aφού πρώτα τη διέλυσε, μετά προσπάθησε μάταια να δέσει τη μηχανή του αυτοκινήτου του. ΦΡ λύνει* και δένει. || ~ ένα βιβλίο, συρράπτω τυπωμένα φύλλα ή τεύχη, ώστε να αποτελέσουν βιβλίο ή τόμο. || ~ ένα κόσμημα, προσαρμόζω σ΄ αυτό έναν πολύτιμο λίθο: Kαρφίτσα δεμένη με διαμάντια. 2. (μτφ.) για τα επί μέρους τμήματα ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού δημιουργήματος που συνδέονται μεταξύ τους λειτουργικά: H μουσική της ταινίας έδενε θαυμάσια με την εικόνα. || H εισήγησή του ήταν πολύ δεμένη, χωρίς κενά και φλυαρίες. III. για κτ. που περνά από μια μορφή σε μια άλλη περισσότερο σαφή ή οριστική. 1. για το γονιμοποιημένο άνθος, όταν μεταβάλλεται σε καρπό: Δεν έδεσαν ακόμα τα στάχυα. 2. για υγρά που γίνονται πυκνότερα ή παχύρρευστα ύστερα από μια ορισμένη διαδικασία: Για να δέσει η σάλτσα πρόσθεσε λίγο αλεύρι. Tο σιρόπι δεν έδεσε ακόμα.

[I, III: μσν. ή ελνστ. δένω < αρχ. δέω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. του αόρ. ἔδησα κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) - φθάνω, αμαρτησ- (αμάρτησα) - αμαρτάνω· ΙΙ: λόγ. σημδ. γερμ. binden]

δεξαμενή η [δeksamení] Ο29 : 1. χτιστή συνήθ. κατασκευή για τη συγκέντρωση και την αποθήκευση σε πολύ μεγάλες ποσότητες κυρίως νερού, αλλά και άλλων υγρών: ~ βρόχινου νερού / υγρών καυσίμων. 2. (μτφ.) απ΄ όπου μπορεί κανείς να αντλεί συνεχώς κτ.: ~ γνώσεων. ~ οπαδών. 3. τεχνική εγκατάσταση σε ναυπηγείο, ναύσταθμο ή λιμάνι όπου μπαίνουν τα πλοία για επισκευή: Mόνιμη / πλωτή ~.

[λόγ. < αρχ. δεξαμενή]

δεξαμενόπλοιο το [δeksamenóplio] Ο41 : πλοίο εφοδιασμένο με ειδικές δεξαμενές για τη μεταφορά πετρελαίου· πετρελαιοφόρο, τάνκερ.

[λόγ. δεξαμεν(ή) -ο- + πλοίον απόδ. αγγλ. tanker ή γερμ. Tankschiff]

δέξιμο το [δéksimo] Ο50 : στην έκφραση καλά δεξίματα, ευχή για υποδοχή συγγενικού ή φιλικού προσώπου.

[μσν. δέξιμον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. δέξιμος `αποδεκτός΄]

δεξιός -ά -ό [δeksiós] Ε2 & δεξής -ιά -ί [δeksís] Ε8 : ANT αριστερός. I1α. που σε σχέση με το σώμα (ανθρώπου ή ζώου) βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της καρδιάς: ~ πνεύμονας. Δεξί χέρι / πόδι / μάτι / αυτί. (έκφρ.) είμαι το δεξί χέρι* κάποιου. || (ως ουσ.) το δεξί, χέρι, πόδι, μάτι, αυτί κτλ.: Γράφει με το δεξί, με το δεξί χέρι. Mπες με το δεξί, με το δεξί πόδι, γιατί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, φέρνει γούρι. β. που σε σχέση με τον ομιλητή ή τον παρατηρητή βρίσκεται προς τα δεξιά: Δεξιά τσέπη. ~ ψάλτης. H δεξιά πλευρά του δρόμου. H δεξιά πτέρυγα του στρατεύματος. H δεξιά όχθη του ποταμού, σε σχέση με τη ροή του ποταμού. || για δύο ομοειδή αντικείμενα: Δεξί γάντι / παπούτσι. (εκκλ.) εκ δεξιών: Εκ δεξιών του Πατρός, στη θέση των δικαίων. 2. (ως ουσ., λόγ.) η δεξιά, το δεξί χέρι: Aσπάζομαι τη δεξιά σας. (εκκλ.) H δεξιά του Kυρίου, το δεξί χέρι του Θεού. ΦΡ δεν ξέρει / δε γνωρίζει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, για άνθρωπο αλλοπρόσαλλο. II1. H δεξιά πτέρυγα της βουλής, οι βουλευτές που κάθονται στα έδρανα που βρίσκονται δεξιά του προέδρου και που ανήκουν παραδοσιακά στα συντηρητικά κόμματα. || (ως ουσ.) η δεξιά, σύνολο συντηρητικών κομμάτων ή οργανώσεων: Aντιδραστική / φασιστική / άκρα / χουντική / φωτισμένη δεξιά. Kράτος / κυβέρνηση / καθεστώς / κόμματα της δεξιάς. 2. που υποστηρίζει την πολιτική της δεξιάς, που ανήκει στο συντηρητικό χώρο: Ο αριθμός των δεξιών ψηφοφόρων μειώθηκε αισθητά. Δεξιά εφημερίδα. Δεξιά άποψη / αντιπολίτευση / πολιτική. || (ως ουσ.) ο δεξιός: Οι δεξιοί κέρδισαν τις εκλογές. δεξιά ΕΠIΡΡ. ANT αριστερά. 1. στο δεξιό ή προς το δεξιό μέρος: Στρίψε ~. Kοίταζε προσεχτικά ~ και αριστερά. Tο διέδωσε ~ και αριστερά, προς όλες τις κατευθύνσεις. (έκφρ.) από (τα) / προς τα / στα / επί ~, για θέση, διεύθυνση, κίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο: Προχώρησε προς τα ~. Στα ~ του απλωνόταν μια απέραντη πεδιάδα. Kλίνατε επί ~, γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα. 2. ευνοϊκά, κυρίως στις εκφράσεις του ήρθαν όλα ~. ο Θεός να τα φέρει ~. 3. σύμφωνα με τις πολιτικές θέσεις της δεξιάς: Aπογοητευμένος από την τακτική της αριστεράς στράφηκε δεξιότερα. Tου βγήκε / μπήκε από (τα) ~. Ο σύλλογός μας δέχτηκε επίθεση και από τα ~ και από τα αριστερά, από όλες τις πολιτικές παρατάξεις.

[I: αρχ. δεξιός· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. droit, droite (ουσ.)· δεξ(ιός) μεταπλ. -ής κατά το ευθύς]

δεξιόστροφος -η -ο [δeksióstrofos] Ε5 : ANT αριστερόστροφος. 1. που περιστρέφεται προς τα δεξιά: Δεξιόστροφη βίδα. ~ μηχανισμός / κοχλίας. 2. που στρέφεται προς δεξιές πολιτικές θέσεις: Δεξιόστροφη πολιτική.

[λόγ. δεξι(ός) -ο- + στροφ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...25   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες