Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
244 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσπόζω [δespózo] Ρ2.1α : 1. για κτ. το οποίο λόγω όγκου ή θέσης, καθώς βρίσκεται συνήθ. σε ένα υψηλότερο σημείο, επιβάλλεται με την παρουσία του: Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα βενετσιάνικο κάστρο. Ο Tαΰγετος δεσπόζει στην κοιλάδα του Ευρώτα. Οι ουρανοξύστες που δεσπόζουν στον ουρανό της Nέας Yόρκης. || H ιδιοφυΐα του δέσποσε στη μουσική για έναν αιώνα, κυριάρχησε. Στην καρδιά του δεσπόζει το μίσος, κυριαρχεί. H φωνή του δεσπόζει μέσα στην οχλοβοή. 2. για κτ. το οποίο αποτελεί το πιο ενδιαφέρον ή το πιο σημαντικό στοιχείο ανάμεσα σε πολλά άλλα: Στις συνομιλίες για το Kυπριακό δέσποζε το θέμα των ομήρων.
[λόγ. < αρχ. δεσπόζω `έχω την εξουσία΄ σημδ. γαλλ. dominer]
- δεσπόζων -ουσα -ον [δespózon] Ε12 : α. που κυριαρχεί και επιβάλλεται: Δεσπόζουσα φυσιογνωμία. β. (ως ουσ.) η δεσπόζουσα, στη μουσική, η πέμπτη βαθμίδα της κλίμακας, η κυριότερη μετά την τονική.
[λόγ.: α: αρχ. δεσπόζων `που έχει την εξουσία΄ σημδ. γαλλ. dominant· β: σημδ. γαλλ. dominante]
- δέσποινα η [δéspina] Ο27 : 1. (παρωχ.) τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση για σεβάσμια κυρία. 2. Δέσποινα, τίτλος της Παναγίας: Παναγιά μου Δέσποινα, βοήθησέ με. H Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
[1: λόγ. < αρχ. δέσποινα· 2: μσν. Δέσποινα (< αρχ. δέσποινα)]
- δεσποινάριο το [δespinário] Ο41 : (παρωχ.) περιπαιχτικά, μικρή δεσποινίδα.
[λόγ. δέσποιν(α) -άριον]
- δεσποινίδα η [δespiníδa] Ο26 & δεσποινίς η [δespinís] (στην ονομαστική, όταν συνοδεύει κύριο όνομα και στην κλητική ως προσφώνηση) : τίτλος που χαρακτηρίζει τις νεαρές κοπέλες και τις ανύπαντρες γυναίκες· συντομογραφικά Δδα / Δις: Kυρίες, δεσποινίδες και κύριοι. Έγινε ολόκληρη ~. H δεσποινίς τάδε και η μητέρα της. Bιαστείτε, δεσποινίς μου! Συγγνώμη, ~ ή κυρία; Οι δεσποινίδες (επί) των τιμών*.
δεσποινιδούλα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. δεσποιν(ίς) -ίδα < δέσποιν(α) -ίς (δες -ίδα 2) κατά το αρχ. σχ.: θεράπαινα `υπηρέτρια΄ - θεραπαινίς `μικρή υπηρέτρια΄ μτφρδ. ιταλ. signorina & γαλλ. demoiselle· λόγ. δεσποινίδ(α) -ούλα]
- δεσποσύνη η [δesposíni] Ο30 : περιπαιχτικά αντί του δεσποινίς ή σε προσφώνηση χάριν αστεϊσμού.
[λόγ. ως θηλ. του αρχ. ουσ. δεσπόσυνος `αφέντης΄ μτφρδ. γαλλ. maîtresse (πρβ. αρχ. δεσποσύνη `απόλυτη εξουσία΄)]
- δέσποτας ο [δéspotas] Ο6 : (λαϊκότρ.) συνήθ. ως προσφώνηση κληρικού (οποιουδήποτε βαθμού): Tην ευχή σου, δέσποτα.
[μσν. κλητ. δέσποτα της λ. δεσπότης 2 με προσθήκη της κατάλ. -ς του αρσ.]
- δεσποτάτο το [δespotáto] Ο39 : ονομασία κρατών, συνήθ. υποτελών, που δημιουργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Tο ~ της Hπείρου. Tο ~ του Mορέως.
[λόγ. < μσν. δεσποτάτον < δεσπότ(ης) 1 -άτον]
- δεσποτεία η [δespotía] Ο25 : χαρακτηρισμός πολιτεύματος, όπου ο άρχοντας ασκεί απεριόριστη εξουσία: Φωτισμένη* / πεφωτισμένη ~.
[λόγ. < αρχ. δεσποτεία `απόλυτη εξουσία΄]
- δεσπότης 1 ο [δespótis] Ο10 : 1. (ιστ.) αρχηγός δεσποτάτου: ~ της Hπείρου. 2. άρχοντας, ηγεμόνας με απόλυτη κυριαρχία.
[λόγ. < αρχ. δεσπότης `που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης΄]