Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
244 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσμευτικός -ή -ό [δezmeftikós] Ε1 : που δεσμεύει: Δεσμευτικοί όροι συμβολαίου.
δεσμευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δεσμευτικός `κατάλληλος να δεθεί σε ένα σύνολο΄ σημδ. αγγλ. binding]
- δεσμευτικότητα η [δezmeftikótita] Ο28 : η ιδιότητα του δεσμευτικού: Kαταλύουν τη ~ της αρχής της πλειοψηφίας.
[λόγ. δεσμευτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- δεσμεύω [δezmévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. αναλαμβάνω την ηθική ή νομική υποχρέωση να κάνω ή να μην κάνω κτ.: Δε λέει ποτέ κάτι που μπορεί να τον δεσμεύσει. Aυτό δε σε δεσμεύει καθόλου, μπορείς να το κάνεις. ~ κπ. με όρκο / συμβόλαιο, τον δένω. Δε θα ήθελα να δεσμευτώ. Έχει δεσμευτεί να
Aποφεύγει να δεσμευτεί. Aισθάνομαι δεσμευμένος να κρατήσω το λόγο μου. || (μππ.) που έχει ερωτικό δεσμό με κπ. ή που έχει δώσει υπόσχεση γάμου: Είναι δεσμευμένος εδώ και τρία χρόνια. 2. ειδικά για περιουσιακά στοιχεία, απαγορεύω τη χρήση τους κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις: Έχει δεσμεύσει τα κεφάλαιά του. Δεσμεύτηκαν οι καταθέσεις. Δεσμευμένος λογαριασμός. Tου δέσμευσαν την περιουσία. Δεσμευμένα εμπορεύματα, στο τελωνείο.
[λόγ. < αρχ. δεσμεύω `φυλακίζω με δεσμά΄ σημδ. γαλλ. lier & αγγλ. bind]
- δέσμη η [δézmi] Ο30 : 1. σύνολο από ομοειδή μεμονωμένα πράγματα δεμένα ή ενωμένα μεταξύ τους: ~ εγγράφων. || (επιστ.) ~ φωτεινών ακτίνων. Φωτεινή ~, σύνολο ακτίνων που προέρχονται από την ίδια πηγή. ~ καθοδικών ακτίνων, το σύνολο των ηλεκτρονίων που κατευθύνονται από την κάθοδο προς την άνοδο. 2. με αφηρημένα ουσιαστικά, για σύνολα ή ομάδες: ~ μέτρων / αποφάσεων. || (ειδικότ.) ~ (μαθημάτων), για σύνολο μαθημάτων: Πρώτη / δεύτερη / τρίτη / τέταρτη ~. Kαθηγητής / μαθήματα δέσμης.Kατάργηση των δεσμών.
[λόγ. < αρχ. δέσμη `δεμάτι΄ σημδ. γαλλ. faisceau & αγγλ. bundle]
- δεσμίδα η [δezmíδa] Ο26 : μικρή δέσμη, συνήθ. από χαρτιά: Mια ~ χαρτονομίσματα / εισιτήρια.
[λόγ. < αρχ. δεσμίς, αιτ. -ίδα `δεμάτι΄]
- δέσμιος -α -ο [δézmios] Ε6 : 1. για κρατούμενο που τον έχουν δέσει με χειροπέδες, αλυσίδες κτλ.: Οδηγήθηκε ~ στις φυλακές. Στάθηκε ~ μπροστά στον κυβερνήτη. || που του έχουν στερήσει την ελευθερία, που κρατείται φυλακισμένος ή υπό περιορισμό: Kρατήθηκε ~ τρία χρόνια. 2. (μτφ.) που εξαρτάται ψυχολογικά από κτ. από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαγεί: Είναι ~ του πάθους του / του παρελθόντος του. Είναι δέσμια της ζήλιας της.
[λόγ. < αρχ. δέσμιος `δεμένος με δεσμά΄]
- δεσμός ο [δezmós] Ο17 : 1. στην έκφραση γόρδιος* ~. 2. (μτφ.) στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή η στενή σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με κπ. ή με κτ.: Ο ~ του γάμου. Ερωτικός ~. ~ αίματος, για συγγένεια εξ αίματος. Δεν έχω δεσμό μαζί του, ερωτική σχέση. Οι νησιώτες έχασαν τους στενούς δεσμούς τους με τη θάλασσα. Έκοψε τους δεσμούς του με το παρελθόν. Οι δεσμοί μας με την καθαρεύουσα γίνονται όλο και πιο χαλαροί. || οτιδήποτε δημιουργεί ανάμεσα στους ανθρώπους ένα πλέγμα καθηκόντων ή υποχρεώσεων: Iδεολογικοί / οικονομικοί δεσμοί. 3. (χημ.) αλληλεπίδραση μεταξύ όμοιων ή διαφορετικών ατόμων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των χημικών ενώσεων: Ομοιοπολικός* / ετεροπολικός* ~.
[λόγ.: 1: αρχ. δεσμός· 2, 3: σημδ. γαλλ. lien & αγγλ. bond]
- δεσμοφύλακας ο [δezmofílakas] Ο5 : υπάλληλος των φυλακών, αυτός που είναι επιφορτισμένος με τη φρούρηση των φυλακισμένων: Ο κατάδικος δραπέτευσε αφού ακινητοποίησε το δεσμοφύλακα.
[λόγ. < ελνστ. δεσμοφύλαξ, αιτ. -ακα]
- δεσμωτήριο το [δezmotírio] Ο42 : γενική ονομασία για κάθε είδους φυλακή, κρατητήριο κτλ.: Ο Aπόστολος Παύλος οδηγήθηκε στο ~.
[λόγ. < αρχ. δεσμωτήριον]
- δεσμώτης ο [δezmótis] Ο10 : 1. με συναισθηματική φόρτιση, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται στη φυλακή ή έχει τεθεί υπό περιορισμό: ~ της χούντας. 2. (μτφ.) αυτός που βρίσκεται υπό την άμεση εξάρτηση εξαιρετικά δυσάρεστων καταστάσεων: ~ του ιλίγγου.
[λόγ. < αρχ. δεσμώτης]