Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσποσύνη η [δesposíni] Ο30 : περιπαιχτικά αντί του δεσποινίς ή σε προσφώνηση χάριν αστεϊσμού.
[λόγ. ως θηλ. του αρχ. ουσ. δεσπόσυνος `αφέντης΄ μτφρδ. γαλλ. maîtresse (πρβ. αρχ. δεσποσύνη `απόλυτη εξουσία΄)]



