Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δενδρύλλιο το [δenδrílio] & δεντρύλλιο το [δendrílio] Ο40 : νεαρό ή μικρό δέντρο με λεπτό κορμό: Διατέθηκαν δενδρύλλια πεύκων, για να αναδασωθεί η καμένη περιοχή. Kαλλιεργούσε δενδρύλλια ινδικής κάνναβης.
[λόγ. δένδρ(ον) -ύλλιον· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]



