Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκανίκι
1 εγγραφή
δεκανίκι το [δekaníki] Ο44α : 1. ψηλό μπαστούνι, με οριζόντιο στήριγμα στην κορυφή κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να στηρίζουν τις μασχάλες τους οι ανάπηροι για να βαδίσουν· πατερίτσα1: Περπατάει με δεκανίκια. 2. (μτφ.) οποιουδήποτε είδους επιπλέον βοήθεια που προσπαθεί, συνήθ. αναποτελεσματικά, να αναπληρώσει ελλείψεις: H οικονομία μας βαδίζει με δεκανίκια. Tα ιδιαίτερα μαθήματα καταδικάζουν τα παιδιά να προχωρούν στο σχολείο με τα δεκανίκια.

[μσν. δεκανίκι(ν) υποκορ. του ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. *δεκανικ(όν) -ιον (ραβδίον) `ραβδί του δεκανού (δες στο δεκανέας), του δεσμοφύλακα΄ (πρβ. μσν. δεκανοί `ραβδούχοι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες