Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δεκαεννέα [δekaenéa] & δεκαεννιά [δekae
á] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαεννέα (19) μονάδες: Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος ένατος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη ένατη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δεκαεννέα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και εννέα ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαεννέα: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαεννέα. γ. το ~ (΄19), αντί 1919: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαεννέα χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έφτασε τα ~. [λόγ. < ελνστ. δεκαεννέα· ελνστ. δεκαεννέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



