Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δεισιδαιμονία
1 item total
δεισιδαιμονία η [δisiδemonía] Ο25 : πίστη ή αντίληψη που με ανορθολογικό τρόπο αποδίδει σε τυχαία γεγονότα, σε πράξεις ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες που μπορούν δήθεν να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία και την τύχη της ζωής του ανθρώπου· (πρβ. πρόληψη).

[λόγ. < ελνστ. δεισιδαιμονία `φόβος των θεών, πρόληψη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go